Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Howl : Full Of Hell


Υπάρχει μια δισκογραφική στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, με το όνομα Relapse Records, η οποία έχει αναδείξει τα περισσότερα συγκροτήματα της (πολύ) σκληρής και πειραματικής σκηνής. Πρωτοπόροι όπως οι Mastodon, The Dillinger Escape Plan, Baroness, Burst και άλλοι πολλοί έχουν ξεκινήσει από εκεί. Σταθερή στις αξίες της πλέον, προσπαθεί να ανακαλύπτει νέους, με δυνατότητες για κάτι καλό και ως γνήσια “καφρομάνα” τα καταφέρνει πολύ καλά με κάποια είδη, όπως το sludge, όλα τα hardcore (αν και τα metal core, math core κτλ έχουν περάσει σε όλες τις εταιρίες) και το death metal.

Μέσα σε όλες αυτές τις μπάντες του κύματος της Relapse είναι κι αυτοί με το πολύ ταιριαστό όνομα, γι’ αυτή τη μουσική, Howl. Στα ελληνικά σημαίνει ουρλιαχτό (όπως του λύκου) κάτι που από μόνο του προϊδεάζει για το τι πρόκειται να επακολουθήσει στα 42 λεπτά του “Full of Hell”.
Ο ήχος των Αμερικανών είναι μια μίξη κλασικού death metal, της σχολής των Άγγλων Bolt Thrower, με μια γερή δόση βρώμικης sludge, που ανθεί έντονα τον τελευταίο καιρό. Αρκετές εισαγωγές, όπως στο “Horns of Steel”, δίνουν μια αίσθηση ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας, χωρίς ουσιαστικά να γίνεται κάποιος χαμός, αλλά προδιαθέτουν τον όποιο υποψιασμένο για το τι επίκειται. Κι αυτό είναι που κάνει όλη τη δουλειά στον δίσκο.

Ό,τι έχει γραφτεί μοιάζει να είναι προορισμένο για ανύψωση ηθικού, κάτι που θυμίζει κατά πολύ τους προαναφερθέντες Βρετανούς. Ο στόμφος, ως σταθερός παράγοντας στο ύφος τους, μαζί με την παραγωγή που συμβάλει όσο πρέπει στο χρώμα και στην (ηθελημένα λίγη) καθαρότητα όλων των οργάνων, χαρακτηρίζουν το album. Οι ταχύτητές τους δεν είναι μεγάλες, πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων, αλλά ιδανικές για θεραπείες από διάφορες παθήσεις και άλατα του αυχένα. Είναι εκπληκτικό το πώς έχουν καταφέρει να διαθέτουν σε όλα τους τα τραγούδια, εξαιρετικά riffs. Τα περισσότερα θέματα διακατέχονται από groovy ρυθμούς, ιδανικούς για ξεσήκωμα και ισοπέδωση του όποιου χώρου φιλοξενεί τον ακροατή, σαν να τον μεταμορφώνει σε έναν άλλο Hulk. Πολλά μπάσα στα έγχορδα και μελωδίες με έμφαση στα σωστά σημεία, μετατρέπουν απλές συνθέσεις σε μεγαλοπρεπείς, έτοιμες για χαοτικές συναυλίες. Ίδια νοοτροπία στα drums, με πολύ φασαρία και όγκο, αλλά και όμορφους τονισμούς σε πιατίνια και αλλαγές, δείχνουν μια ελαφριά τάση για ποικιλία. Τα φωνητικά περιορίζονται σε κραυγές που κλίνουν περισσότερο προς το hardcore παρά στο death metal, κάτι που είναι μάλλον άνευ σημασίας, αλλά παίζουν άριστα τον ρόλο τους.

Χαρακτηριστικό το πώς επηρεάζεται το κάθε συγκρότημα από τους πρωτοπόρους της εποχής του, είναι το γεγονός ότι κάποια σημεία, όπως στο “Scorpions Last Sting”, φέρνουν στο νου τους Mastodon που στην προκειμένη περίπτωση είναι οι πιο κοντινοί στον ήχο τους, αν και κατά βάση η φιλοσοφία τους τείνει προς πιο κλασικά μονοπάτια.
Πολύ ευχάριστο το ότι όλες οι νέες μπάντες δείχνουν ενδιαφέρον για καλαίσθητα layouts και artworks γενικότερα. Ακόμη και σε μια κυκλοφορία τέτοιου ύφους, φαίνεται πως ο σωστός καλλιτέχνης ξέρει να αξιοποιεί την θεματολογία του. Όπως λέει ο τίτλος “γεμάτο κόλαση” το εξώφυλλο απεικονίζει έναν σκελετό ντυμένο με ένα κόκκινο πέπλο μέσα σε μια κίνηση που δίνεται από το φλεγόμενο κρανίο του και άπειρα μάτια να τον περιτριγυρίζουν σε ένα εξαιρετικό σχέδιο του Ryan Begley.

Η μουσική των Howl δεν διεκδικεί δάφνες για την πρωτοτυπία της ή για την καλλιτεχνική της ποιότητα. Προσφέρει όμως έναν δίσκο παλαιού death metal με μοντέρνα προσέγγιση και απίστευτης ενέργειας riffs, ο οποίος είναι τόσο ευκολο-άκουστος, για τους μυημένους, που δεν κουράζει ούτε λεπτό και κυλάει σαν νεράκι.

Πλέον με την απόσυρση των Bolt Thrower από τα κοινά, πρέπει να αναλάβουν οι νεότεροι για την “εναγρίωση” των μαζών και οι Αμερικανοί δείχνουν ικανοί για την πρόκληση.

Κείμενο : Βασίλης Μπακογιάννης