Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

The Decemberists : The King Is Dead


Κάπου από μια ρώσικη επανάσταση ξεφύτρωσαν οι Decemberists. Ένα indie rock απ' τις Η.Π.Α που θυμίζει που και που μια πολύ πιο ήπια μορφή των Gogol Bordelo. Οι Decemberists ξεκίνησαν πριν 10 χρόνια (2001), όμως τον Ιανουάριο που μας πέρασε κυκλοφόρησαν το τρίτο κατά σειρά album τους, με δισκογραφική την Capitol Records . Front man, τραγουδιστής και στιχουργός ο Colin Meloy, στην κιθάρα και αλλού ο Chris Funk, η Jenny Conlee στο ακορντεόν, τη μελόντικα και το πιάνο, Nate Query στο μπάσο και ο John Moen στα drums.
 
Αν ήδη “ψηθήκατε” με την ποικιλία των οργάνων, ετοιμαστείτε να τ' ακούσετε όλα εν δράση μέσα απ' το νέο τους album “Τhe King Is Dead”. Γενικά η διάθεση του δίσκου είναι πολύ χαλαρή, ενώ οι στίχοι είναι λυρικοί, με πολλές παρομοιώσεις που θυμίζουν καλοκαίρια , φάρμες, ψάθινα καπέλα και ότι άλλο μπορεί να θυμίζει η folk μουσική.

Πρώτο κομμάτι το Don't Carry It All που ξεκινάει με τη μελόντικα και ακολουθεί έναν reggae χαλαρό ρυθμό με την επίσης χαλαρή και “θετική” φωνή του Meloy. Απ' αυτό το κομμάτι αρχίζουν να αποκαλύπτονται οι συνεργασίες των Decemberists γι' αυτόν τον δίσκο, καθώς εδώ συμμετέχει ο Peter Buck, κιθαρίστας των REM.Calamity song πιο γρήγορος ρυθμός και αναφορές σε California, με συμμετοχή της Gillian Welch.Rise to Meείναι η πρώτη μπαλάντα που συναντάμε στο δίσκο, καθώς επίσης τα γυναικεία φωνητικά και τα πρώτα solo μελόντικα-κιθάρα. Rox in the Boxκι εδώ φαίνονται καθαρά οι επιρροές στα φωνητικά από REM. Μέσα από λυρικούς στίχους, το κομμάτι “χτυπάει” με ένα κάθετο μήνυμα με τον στίχο “There's plenty of men to die; you don't jump your turn”. January Hymn μιας και Ιανουάριο κυκλοφόρησε και ο δίσκος, πάλι σ' ένα ήρεμο τόνο, με  αναπολήσεις για τα παιδικά χρόνια. Στο Down by The Water ξανανεβαίνουν οι τόνοι, λίγο πιο “σοβαρή” διάθεση κι ένα κομμάτι που πάλι θυμίζει έντονα REM, πράγμα  που παραδέχτηκαν κι οι ίδιοι ότι ήθελαν να πετύχουν. Στο All Arise ξαναπερνάμε σε πιο ζωντανή διάθεση,(όπως φαίνεται οι διαθέσεις ανεβοκατεβαίνουν σε όλη τη διάρκεια του album, στο βαθμό που μας επιτρέπουν οι Decemberists). Αισιόδοξοι στίχοι για τη ζωή και έντονη η παρουσία του πιάνου. Και μετά τον χειμώνα, φυσικά έρχεται ο ήλιος με το June Hymn αυτή τη φορά, όχι τόσο διαφορετικό απ' το January Hymn σε μουσική σύσταση, αλλά με δυνατότερα φωνητικά.This Is Why We Fight” , το πιο δυνατό κομμάτι σε ήχο, με έντονα drums και κιθάρα που εδώ θυμίζει περισσότερο  rock-folk. Το “The King Is Dead” κλείνει με το Dear Avory, το μοναδικό πιο  “blues” κομμάτι του δίσκου, προφανώς αφιερωμένο σε κάποιον παλιό φίλο.

Σε αυτούς τους τόνους κινούνται λοιπόν οι “The Decemberists” και  δεν αρνούνται να παραδεχτούν τις επιρροές τους από Τhe Smiths και REM. Το “The King Is Dead” είναι ένα όμορφο και χαλαρωτικό μουσικό σύνολο, με κάποια λεπτά νοήματα. Μέσα στην στρεσαρισμένη ζωή μας, ίσως και να μας χρειάζεται ένα folk διάλλειμα!

Κείμενο : Β.Μ.

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Mose Giganticus : Gift Horse


Η τάση που δημιουργήθηκε κατά την δεκαετία που πέρασε, με πρωτοστατούντες τους Mastodon και τους Baroness, καλά κρατεί και μάλιστα βρίσκεται ίσως στο απόγειο της δημοτικότητάς της. Βλέποντας την πιο rock πλευρά των συγκροτημάτων αυτών, φαίνεται πως έχουν επηρεάσει πολύ με τα στοιχεία της μουσικής τους, είτε αυτά είναι progressive, είτε κλασικές rock μελωδίες, είτε πρόκειται για καταιγιστικά riff που ξεσηκώνουν κόσμο. Οι Kylesa, οι Taint, οι Rwake κ.α. είναι μόνο λίγες μπάντες ακόμα, που έχουν εισάγει αυτή τη rocknroll αίσθηση στα τραγούδια τους, επαναφέροντας μια παλιά αίγλη, επαναπροσδιορισμένη στα σημερινά δεδομένα.

Μέσα σε αυτήν την καρποφόρα περίοδο ξεπροβάλλει άλλο ένα τέτοιο σχήμα, από την Αμερική κι αυτό, με το όνομα που δεν μπορώ με τίποτα να βρω την ετυμολογία του, οι Mose Giganticus. Μπορεί να υπάρχουν από το 1999, ως ηλεκτρονική κυρίως rock, όμως μόλις το 2006 εξέδωσαν την πρώτη τους δουλειά, με punk κατεύθυνση. Ο front man, Matt Garfield, (drums, φωνητικά, πλήκτρα και σύνθεση) φαίνεται πως είχε αρκετές επιρροές από τότε, μέχρι να φτάσει στο “Gift Horse”. Το οποίο αποτέλεσε και το ντεμπούτο τους στην Relapse Records, την εταιρία που έχει αναδείξει το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της σκηνής. Ένας δίσκος που η δισκογραφική προσπαθεί να προωθήσει και τον φιγουράρει στις σημαντικότερες κυκλοφορίες της χρονιάς.

Ίσως να μην έχει άδικο, αφού η μουσική τους μπορεί να μην διακατέχεται από μεγάλες καλλιτεχνικές ανησυχίες, όμως διαθέτει μια αμεσότητα στις μελωδίες της, απαραίτητη για την αναγνωρισιμότητα οποιασδήποτε μπάντας. Τα riff είναι αρκετά και σχετικά εύκολα, ενώ θυμίζουν την συνθετική προσέγγιση των Mastodon, κατά μία έννοια. Κατά μια δεύτερη, υπάρχουν όλα αυτά τα στοιχεία που τους διαφοροποιούν, μέχρι ένα σημείο.

Ιδιαίτερα έντονη γίνεται η παρουσία των πλήκτρων από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα, στα οποία ο Matt Garfield έχει δώσει πρωταγωνιστικό ρόλο. Άλλοτε παίζουν μαζί με τις κιθάρες των Joe Smiley και Brooks Wilson ή μοιράζονται δύο διαφορετικά μέρη μιας μελωδίας. Τα riff αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση επιρροής από Mastodon (και λιγότερο Baroness), χωρίς ευτυχώς να υποκύπτουν σε ευτελείς αντιγραφές, ενώ το ότι χρησιμοποιούν εκτενώς synthesizer και vocoder δίνει ένα στοιχείο που δεν είναι ιδιαίτερα κοινό γνώρισμα της σκηνής, αν και τελευταία όλο και περισσότεροι φαίνεται να δείχνουν συμπάθεια προς τέτοιου είδους όργανα. Άλλες ξεκάθαρες αναφορές γίνονται προς sludge μεριά, με πολλά σημεία να φέρνουν στο νου τους High On Fire ή και λίγο από Kylesa. Φυσικά όλα αυτά τα συγκροτήματα είχαν και έχουν τα δικά τους πρότυπα για συνθέσεις που γυρίζουν ακόμα πιο πίσω. Έτσι το φινάλε του δίσκου, με το “The Seventh Seal”, ακούγεται ως Metallica της περιόδου Load/Reload, με ένα κλασικό και “καθαρτήριο” riff, παράλληλα με ένα αργό solo.

Γενικά πάντως τα τραγούδια του, μόλις 29λεπτου, “Gift Horse” βαδίζουν γύρω από μια νοοτροπία που δείχνουν πόσο αρέσουν στον Garfield οι αγαπημένες μπάντες του, προσθέτοντας όμως τα δικά του συστατικά που προέρχονται ακόμα κι από ηλεκτρονική μουσική. Οι Kraftwerk ή ο Aphex Twin μπορεί να μην φαίνονται στις συνθέσεις, αλλά σίγουρα στο ηχόχρωμα των πλήκτρων. Η φωνή από την άλλη, εκφράζει οργή, χωρίς να παραμορφώνεται, κρυφοκοιτάζοντας ελαφρά προς hardcore/punk και παραπέμπει έντονα στους Mastodon και High On Fire.

Το video clip για το “The Left Path” φανερώνει ίσως την διάθεσή τους για σχέδια περί καριέρας. Ένα group που παίζει σε ένα μικρό μαγαζί και αγωνιά να κάνει τους θαμώνες, που αρχικά τους περιφρονούν, να κουνηθούν στις νότες τους, μέχρι που το καταφέρνουν και ισοπεδώνουν το χώρο. Έντιμο, σαρκαστικό και αν μη τι άλλο προσγειωμένο.

Μπορεί να θυμίσουν πολλά γνωστά πράγματα σε πολλούς, όμως εδώ και πολλά χρόνια δεν υπάρχει παρθενογένεση σε αυτή την τέχνη. Προσωπικά στοιχεία, όπως τα ηλεκτρονικά όργανα, προσθέτουν μια ομορφιά που δεν διαθέτουν οι άλλοι. Όπως και να έχει πάντως, ο τελευταίος δίσκος των Mose Giganticus δίνει αυτό που πρέπει. Άμεσα riff, έτοιμα να κάνουν τον ακροατή να πραγματοποιήσει όσα είδε στο video clip τους.

Κείμενο : Βασίλης Μπακογιάννης

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Titan : Sweet Dreams


Η νοσταλγία είναι ένα από εκείνα τα συναισθήματα που ωθούν πολλούς να γυρίσουν στα παλιά. Μπορεί να ξυπνήσει μνήμες και αναμνήσεις και να τις φέρει πάλι μπροστά στο προσκήνιο ή ανάλογα με την ευφυΐα του καθενός, να τις χρησιμοποιήσει για να εξελιχθεί μέσα από αυτές. Μαζί με την μουσική, έχει και συνεχίζει να προσφέρει από τότε που ο άνθρωπος έστησε τις πρώτες νότες του για να τραγουδήσει τους ήρωές του και να αναπολήσει τους άθλους τους. Ή όπως τώρα, που οι ήχοι ξεφυτρώνουν κι ανθούν όσο ποτέ άλλοτε, που ο ακροατής έχει επιλέξει τι θα κρατήσει για τον εαυτό του, νοσταλγώντας αυτά τα οποία τον συντρόφευαν πριν χρόνια.

Μια μεγάλη μερίδα φιλόμουσων, αποτελούν οι λάτρεις του progressive του ’70, οι οποίοι μπορεί να είναι ακόμη και οι πατεράδες μας, μέχρι τους νέους που δεν ήταν καν γεννημένοι εκείνη την χρυσή εποχή της rock, αλλά η αγάπη τους για το είδος και την συγκεκριμένη εποχή τόσο μεγάλη που όλοι τους εύχονται να την είχαν ζήσει. Μια δεκαετία που είχε πάρει φόρα από την προηγούμενη, των μεγάλων πολιτικών αλλαγών και της εδραίωσης μιας νέας μουσικής τάσης που θα γιγαντωνόταν. Το prog rock άρχισε να μεγαλώνει από τότε, τόσο που σήμερα μπορεί να υπάρχει και σαν ξεχωριστή κατηγορία στα δισκοπωλεία και ειδικά στα βινύλια, αφού προσθέτει μια ακόμη ρομαντική διάθεση σε αυτούς που απευθύνεται.

Οι Titan είναι μια περίπτωση μπάντας από το Brooklyn, της οποίας τα μέλη πρέπει να έχουν ακούσει πολύ και να είναι μεγάλοι οπαδοί αυτής της σκηνής. Δεν εξηγείται αλλιώς η ηθελημένα παλαιωμένη παραγωγή που ηχεί κλασικά, η επιλογή του organ και synthesizer, ή ακόμη και τα λίγα φωνητικά που παραπέμπουν σε αυτά του John Wetton των King Crimson, όπως τραγουδούσε το “One More Red Nightmare” του “Red”.

Το τρίτο τους άλμπουμ “Sweet Dreams” ξεκινάει πολύ δυνατά με το ομώνυμο κομμάτι και βάζει κάποιον στο νόημα μέχρι να περάσει το 1ο λεπτό. Από την αρχή έως το τέλος όλα μυρίζουν εκείνο το παλιό καλό χαρμάνι, με μια γερή δόση εξέλιξης. Κάνει τον ακροατή να νομίζει πως οι Deep Purple είχαν κάποτε στραφεί προς το progressive, ενώ οι Iron Maiden κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα για να μπουν κι αυτοί στο παιχνίδι. Η ένταση με την οποία αποδίδουν, λοξοκοιτά προς metal μεριά, χωρίς να γίνεται όμως το άκουσμα βαρύ. Η πολυπλοκότητα, που ήταν πάντα ένα σημαντικό στοιχείο, φροντίζουν να την διατηρούν και στα 38 λεπτά, θυμίζοντας αρκετά Rush ή τα πιο δύσκολα σημεία των King Crimson.

Όμως επειδή είμαστε στο 2010 είναι φυσικό πολλά πράγματα να έχουν διαφοροποιηθεί από τότε. Το πόσο βαρύ μπορεί να ακούγεται το prog rock έχει πλέον αναθεωρηθεί και οι Titan μπορεί να παίζουν πιο έντονα από όλα αυτά τα μεγάλα συγκροτήματα, όμως διατηρούν το ίδιο ηχόχρωμα. Χρησιμοποιούν μια βάση κλασική, που σαν αποτέλεσμα διαθέτει κάποια σύγχρονα στοιχεία, όπως στο “Highlands of Orick”, όπου σε όλη την διάρκειά του οι μελωδίες φέρνουν προς αυτές των Baroness του “Blue Record” σε πιο light έκδοση. Ή όπως στο “Maximum Soberdrive” το οποίο θα θυμίσει Rush στον παλιό και Dream Theater στον νεότερο.

Η ψυχεδέλεια είναι άλλο ένα σήμα κατατεθέν αυτής της σκηνής και τιμάται δεόντως στο “Sweet Dreams”. Ολόκληρο το “Synthasaurs” αποτελεί μια τέτοια σύνθεση παιγμένη από synthesizer και ελάχιστα ηλεκτρονικά drums που θυμίζει αρκετά τους ομόσταβλούς τους, Zombi (αν όχι Tangerine Dream), κάτι που δείχνει ακόμη περισσότερο το σημάδι της αμοιβαίας εξέλιξης πάνω στο είδος. Αρκετές space rock πινελιές συμπληρώνουν το 70’s αίσθημα, το οποίο ενισχύεται ακόμη κι από το εξώφυλλο και την δουλειά που έχει γίνει γενικά στο artwork. Θαμπά χρώματα και σχέδια μιας άλλης εποχής, σε ένα απλό αλλά περιεκτικό κι όμορφο layout.

Ελαφρώς έξω από τα νερά της πάντως βρίσκεται η δισκογραφική που τους φιλοξενεί (Relapse Records), η οποία ειδικεύεται σε ιδιαίτερα σκληρό metal. Αν κι έχει πλέον καταξιωθεί στο χώρο, φαίνεται να αστοχεί στην προώθηση του συγκροτήματος, κατατάσσοντάς το μεταξύ όλων των “κακών” παιδιών της. Φταίνε βέβαια και οι ίδιοι που δεν είναι και τόσο mainstream.

Ο “Τιτάνας” καταφέρνει με τον καινούριο του δίσκο να δώσει μία ώθηση στον παλιό ήχο που πολλοί έχουν νοσταλγήσει και ψάχνουν ακόμα για χαμένες μπάντες του. Τον συνδυάζει με μια πρόθεση για έντονες στιγμές και αποστομώνει όσους υποστηρίζουν πως πλέον δεν βγαίνουν σχήματα όπως παλιά. 

Κείμενο : Βασίλης Μπακογιάννης

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Destrage : The King Is Fat ‘N’ Old


Η Ιταλία αρχίζει και μπαίνει για τα καλά στο παιχνίδι της νέας σκληρής μουσικής, είτε αυτή λέγεται post hardcore, metalcore ή γενικότερα κάποιο παρακλάδι της hard rock / metal. Αν αφήσουμε τους κλασικούς, όπως οι Rhapsody (of Fire) ή οι πιο νέοι Lacuna Coil και εστιάσουμε στην περασμένη δεκαετία του 2000 και ειδικά στα τέλη της, θα δούμε μπάντες που δημιουργούν πολύ καλά και πρωτοπόρα άλμπουμ. Οι At The Soundawn είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα άγνωστου συγκροτήματος που με δύο δίσκους έχει φανερώσει μια σοβαρή ταυτότητα συνειδητοποιημένων μουσικών με κατεύθυνση τον προοδευτικό ήχο, ενώ αρκετοί άλλοι προσπαθούν, με λιγότερη επιτυχία βέβαια, να δώσουν το στίγμα τους.

Οι Destrage είναι άλλο ένα σχήμα από την γειτονική χώρα, που υπάρχει από τo 2002 κι έχει εκδώσει δύο demos κι ένα LP με τίτλο “Urban Being”, το οποίο είχε ευχαριστήσει τους (κυρίως Ιταλούς) οπαδούς του είδους. Τον Οκτώβρη που πέρασε, είχε σειρά η νέα τους δουλειά, “The King Is Fat’N’Old”, με την οποία ελπίζουν να πετύχουν σε ένα πιο ευρύ κοινό.

Το ύφος παραμένει ιδιαίτερα σκληρό κι αυτή τη φορά, στα μέτρα του metal – hardcore, όμως η νοοτροπία τους προχωράει πολύ πιο μακριά από τα στερεότυπα αυτού του ιδιώματος. Μπορεί τα κυρίως θέματα να χαρακτηρίζονται από τον συγκεκριμένο βαρύ και ξερό ήχο των εγχόρδων και τις ταχύτατες μπότες των drums, όμως οι ιδέες δεν περιορίζονται σε μια απλή ή φλύαρη επίδειξη “ανδρισμού” και σκληροπυρηνικής άποψης περί μουσικής. Οι δύο κιθαρίστες, Matteo Di Gioia και Guido Ralph Salati δημιουργούν riffs που ξυπνούν όλων των ειδών τα συναισθήματα. Από το εναρκτήριο του “Jade’s Place”, ένα έντονο groovy, με ψήγματα disco, έως τα σχιζοφρενή του “Panda Vs Koala”, κι από τις πανέμορφες ακουστικές μελωδίες που βρίσκονται διάσπαρτες σχεδόν παντού, έως και πιο εμπορικά, όπως στο “Tip Of The Day”, ο “χοντρός και γέρος βασιλιάς”  διαθέτει τεράστια ποικιλία, όσο του επιτρέπει ο προσανατολισμός του.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι τα εκπληκτικά solos, του άψογα τεχνικά καταρτισμένου διδύμου, που όχι μόνο εκπλήσσουν με την ταχύτητά τους, αλλά και με τις ευφυέστατες φράσεις πάνω στις οποίες χτίζονται. Καταπληκτικό το ένα από τα solo του “Wayout”, το οποίο σε συνδυασμό με τα τύμπανα, έχει σαν αποτέλεσμα έναν πρωτότυπο καταιγισμό που παντρεύει τα blues με το metal και συνεχίζει με έναν “The Dillinger Escape Plan” παροξυσμό.

Ο Drummer Federico Paulovich κάνει μια σπουδαία εμφάνιση παίζοντας, άλλοτε σαν σφαίρα με διπλές μπότες και blast beats (στα ανάλογα σκληρά μέρη του δίσκου), ενώ άλλες φορές γίνεται αρκετά progressive και γεμίζει τα ήρεμα μέρη με πλούσιους ήχους, όπως το piccolo ταμπούρο που συχνά χρησιμοποιεί. Η παραγωγή ίσως να παραξενέψει κάποιους, καθώς ο οξύς ήχος που έχει δοθεί σε όλα τα κρουστά είναι κάπως υπερβολικός, αφού από μόνα τους τα κομμάτια είναι βαριά και πληθωρικά, κάτι που περιστασιακά “μπουκώνει” το αποτέλεσμα.

Ο τραγουδιστής Paolo Colavolpe, διαθέτει μεγάλη γκάμα στο ύφος του και καταφέρνει να βγάζει ερμηνείες από όλα τα είδη του σκληρού ήχου (μπάσες κραυγές, hardcore, punk κ.α.) αλλά κι όταν τραγουδά πιο φυσικά δίνει έναν εμπορικό μεν, όμορφο τόνο δε. Οι στίχοι αρκετά προσωπικοί, ελαφρώς ακατανόητοι ανά σημεία, αλλά και χιουμοριστικοί (“…may god make me gay someday”), περνούν μάλλον απαρατήρητοι. Αδικία θα ήταν να μην αναφέρουμε τον μπασίστα Gabriel Pignata, που μπορεί να φαίνεται λιγότερο από όλους, όμως η δουλειά που κάνει είναι άξια αναφοράς και συμπληρώνει το ρυθμικό μέρος όπως αρμόζει στην περίσταση.

Η δισκογραφική τους εταιρία έχει φροντίσει αρκετά για την προώθησή τους και κατάφερε να τους εξασφαλίσει δύο video clip, για τα “Jade’s Place” και “Neverending Mary”. Το πρώτο μάλιστα με την αλλόκοτη άποψή του και τα φαινομενικά απλά animation του, βραβεύθηκε σε εθνικό φεστιβάλ.
Το “The King Is Fat’N’Old” είναι ένα άλμπουμ που αναδεικνύει, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, το “μοντέρνο metal” και το εμπλουτίζει με εναλλακτικά στοιχεία. Μια καλή περιγραφή, που όμως θα απωθήσει πολλούς, καθώς έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον για να υποστηρίξει μπάντες που δεν έχριζαν προσοχής. Οι Destrage, από την άλλη, την αξίζουν.

Κείμενο : Βασίλης Μπακογιάννης