Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Firewind - Days Of Defiance

Δεν ξέρω αν ορίστηκε σκόπιμα η ημερομηνία κυκλοφορίας του δίσκου να πέφτει κοντά στην εθνική μας επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Σίγουρα πάντως μου αρέσει. Όπως οι Έλληνες της γενιάς του ’40 είπαν το δικό τους ΟΧΙ στον φασισμό και την υποδούλωση, έτσι και τώρα ένα ελληνικό συγκρότημα 70 χρόνια μετά κυκλοφορεί τον δίσκο του με τίτλο “Days of Defiance” και μας καλεί να κάνουμε την δική μας επανάσταση σε οτιδήποτε καταβαραθρώνει την αξιοπρέπειά μας στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε. Μην τρελαθούμε όμως, δεν συγκρίνω σε καμία περίπτωση τα δυο γεγονότα. Απλά μου αρέσει να βλέπω να κυκλοφορούν δίσκοι που κατακρίνουν την σημερινή παγκόσμια κοινωνική εξαθλίωση και καλούν σε αφύπνιση. Βέβαια, οι Firewind δεν είναι κανένα πολιτικοποιημένο συγκρότημα όπως π.χ οι RATM. Το μήνυμά τους είναι η μουσική και καταφέρνουν να παραδώσουν άψογα.

Έκτη λοιπόν δισκογραφική δουλειά για το συγκρότημα του Gus G. και ακόμα μια φορά τους βρίσκει σε μεγάλα κέφια. Σύμφωνα με τον ίδιο        ”ηχογραφήσαμε τα πάντα στα προσωπικά μας studios, πράγμα που μας επέτρεψε να είμαστε πολύ χαλαροί. Γι’αυτό και πιστεύω πως περιέχει την καλύτερη απόδοση που είχαμε ποτέ”. Πράγματι, η παραγωγή του δίσκου είναι πιο «ωμή» και live-άδικη και απέχει αρκετά από την καλογυαλισμένη παραγωγή του φοβερού “The Premonition” αλλά το στυλ της μπάντας παραμένει όπως το αγάπησαν οι fans τόσα χρόνια. Έτσι και σε αυτό το album των Firewind μπορούμε να ακούσουμε τα πάντα, από super heavy κομμάτια και “radio-friendlyrock τραγούδια μέχρι φοβερά instrumentals και πανέμορφες μπαλάντες.
Ακουστική εισαγωγή λοιπόν στο πρώτο κομμάτι του δίσκου “The Ark of Lies” και ακολουθεί ένα καρα-heavy riff από τον Gus. Speed-άτες φόρμες και double-bass drumming συνθέτουν ένα δυναμικό εναρκτήριο κομμάτι με τα γνωστά πλέον μελωδικά φωνητικά από τον Apollo στα χνάρια των Dio/Coverdale.Ακολουθεί το “World on fire”,που αποτέλεσε και το πρώτο single του δίσκου για το οποίο γυρίστηκε και video-clip.Άλλο ένα βαρβάτο riff του Gus, πιο στακάτοι ρυθμοί και στίχοι “φωτιά”. Περνάμε σε ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια του δίσκου, το “Chariot” και σίγουρα θα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος από οποιοδήποτε μελλοντικό live του συγκροτήματος. Φοβερές μελωδίες στην κιθάρα και υπέροχα φωνητικά.Classic από τώρα. ”Embrace the sun” μας τραγουδάει ο Apollo στη συνέχεια και μας προτείνει να παίρνουμε ρίσκα στη ζωή μας αν θέλουμε να πετύχουμε. Στις ίδιες φόρμες με το προηγούμενο track και με τα πλήκτρα του Bob να προσθέτουν πολύ στην όλη ατμόσφαιρα. Μελωδικό και πανέμορφο τραγούδι. Το “The Departure” είναι ένα μικρό ορχηστρικό κομμάτι που αποτελεί στην ουσία το intro για το έκτο κομμάτι του δίσκου “Heading for the dawn”.Speed-metal φόρμουλες και πολύ όμορφες μελωδικές γραμμές. Δυναμική power μπαλάντα για τη συνέχεια με τίτλο “Broken” και άνετα θα μπορούσε να παίζεται σε όλους τους ραδιοσταθμούς. Το “Cold as Ice” που ακολουθεί είναι και το πιο πιασάρικο κομμάτι του δίσκου με φοβερούς ρυθμούς και φωνητικά. Άνετα μπαίνει σε συλλογή best-of της μπάντας. ”Kill in the name of love” και μην επηρεαστείτε από την “nu-metal” εισαγωγή. Άλλο ένα μελωδικό και groove-άτο κομμάτι. Διάλλειμα με το instrumentalSKG” ευκαιρία για το συγκρότημα να ξεδιπλώσει τις τεχνικές αρετές του, με πρωταγωνιστή την κιθάρα του Gus G. Πιο rock-άδικες φόρμες στη συνέχεια με το “Losing Faith” με τις μελωδίες να μας “σκλαβώνουν” ξανά. Δυναμικότατη εισαγωγή στο “The Yearning” και ένα ακόμη επικό κομμάτι από τους Firewind ενώ δυναμικό είναι και το κλείσιμο του δίσκου με το “When all is said and done”.
Συνολικά ένας ακόμα υπέροχος δίσκος από τους Firewind. Φοβερές μελωδίες, τρομερό δέσιμο στη μπάντα, άψογη τεχνική κατάρτιση…όλα είναι εδώ ή μάλλον σχεδόν όλα αφού drummer του συγκροτήματος είναι πλέον ο Michael Ehre. Όσοι πίστευαν ότι ο Gus θα αμελήσει ή ακόμα και θα διαλύσει τους Firewind με τη ένταξή του στο σχήμα του Ozzy γελάστηκαν. Όπως δήλωσε και ο ίδιος, η δημοτικότητα που του προσφέρει μια τέτοια θέση μπορεί να ανοίξει πολλές πόρτες και για τους Firewind. Εμείς να ευχηθούμε να συνεχίσουν έτσι και η παγκόσμια αναγνώριση είναι σίγουρη, αφού το αξίζουν και έχουν κουραστεί πολύ για να το καταφέρουν. Επενδύστε ΤΩΡΑΑΑ!!!

Κείμενο : Λάζαρος Σαγάνης

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Crimson Fire - Metal Is Back

Συνήθως όταν υπάρχει η λέξη “metal” στον τίτλο ενός δίσκου πολλοί υποψιάζονται “προβοκατόρικη'', ή απλά αποπροσανατολιστική, κίνηση του group για να τραβήξουν την προσοχή του κοινού. Κάτι τέτοιο ευτυχώς δεν ισχύει στην περίπτωση των Ελλήνων heavy/power metallers Crimson Fire.
Όντας καιρό στο σανίδι κατάφεραν να φτιάξουν ένα αξιοσέβαστο όνομα στους metal κύκλους, παίζοντας δίπλα σε εγχώριες (βλ. Strikelight, Ragenheart) αλλά και ξένες μπάντες (Demon, Heir Apparent) με μεγάλη επιτυχία.
Οι βάσεις μπήκαν, το έδαφος προετοιμάστηκε και οι Crimson Fire μας παρουσίασαν το πρώτο δισκογραφικό πόνημα τους Metal Is Back. Και ο τίτλος πραγματικά τα λέει όλα! Πομπώδης, επική θα έλεγα, εισαγωγή και το Burn The Ground ξεχειλίζει από τα ηχεία. Γρήγορο και ουσιώδες metal μας ανοίγει την όρεξη για αυτά που ακολουθούν. Έξοχος συνδιασμός μελωδίας και ταχύτητας στο νοσταλγικό Violent Game, το οποίο κατ’εμέ αποτελεί μία απ΄τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου. Ακολουθούν, το επικό  Prophets Gaze και ο απαραίτητος φόρος τιμής στην αγαπημένη μας μουσική Born 4 metal. Η μπάντα είναι απόλυτα δεμένη. Με κιθαριστικό δίδυμο φωτιά, σταθερά αλλά και σαρωτικά πολλές φορές drums, δυνατές και καλοπαιγμένες μπασογραμμές (να σημειωθεί πως η μπασίστρια είναι επίσης μέλος του ανερχόμενου-και αμιγώς γυναικείου-hard nheavy συγκροτήματος των Chatterbox).
Όσο για τα φωνητικά (που συνήθως αποτελούν το μεγαλύτερο  πρόβλημα στην εγχώρια σκηνή) είναι εξαιρετικά. Άμεσα, δυνατά, μελωδικά. Ο τραγουδιστής έχει εύρος στη φωνή του και μπορεί να χτυπήσει ψηλές νότες, σε κατάλληλη πάντα ένταση και ποσότητα. Κακά τα ψέματα, η φωνή παίζει τεράστιο ρόλο. Πρέπει να σε κάνει να νιώθεις πραγματικά αυτό που ακούς και να γίνεσαι ένα με τη μουσική. Σε αυτή την περίπτωση αυτό επιτυγχάνεται με τον καλύτερο τρόπο.
Συνέχεια στο δίσκο με απογειωτικές συνθέσεις παρουσία συναυλιακών ρεφρέν (We Go, Crimson Fire, Metal Is Back [παρατηρήστε πριν το σόλο ένα πανέμορφο Maiden-ικό πέρασμα], Midnight Strike). Riffs που θα μείνουν κλασσικά, εξυψωτικά  φωνητικά και βροντερή δήλωση της μπάντας ότι είναι εδώ και έχει όρεξη να προσφέρει.
Επίλογος-“καλύτερα δε γίνεται”-με τον  Crimson Glory-κό δυναμίτη Let There Be War.Ταχύτητα, δύναμη και διάσπαρτα prog/epic στοιχεία με τα φωνητικά να εναλλάσσονται. Θυμίζει τεχνοτροπία Μidnight (βλ. Crimson Glory). Κάπου εκεί όμως καραδοκεί ένα λυσσασμένο κιθαριστικό όργιο που παίρνει κεφάλια.Προσοχή….
Χωρίς να θέλω να πω μεγάλα λόγια κ μιλώντας όσο πιο αντικειμενικά μπορώ, έχω να πω ότι αν ο συγκεκριμένος δίσκος έβγαινε πριν 20-30 χρόνια σήμερα θα ήταν ήδη κλασσικός. Περιμένω να έρθει η στιγμή, περνώντας και τα χρόνια που θα κατατάξουμε τους Crimson Fire δίπλα σε μεγάλα ονόματα της Ελληνικής σκηνής. Μέχρι τότε το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να στηρίζουμε έμπρακτα τέτοιες δουλειές γιατί πραγματικά το αξίζουν. 

Κείμενο : Αντώνης Κοντογιάννης

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Unholy Ritual - Finis Origine Pendet (EP)



Οι Unholy Ritual αν και έλειψαν δισκογραφικά από το 2008, αποφάσισαν να επιστρέψουν με ένα EP, “Finis Origine Pendet”. Κάλλιο αργά παρά ποτέ! Πριν ξεκινήσω να περιγράφω αυτό που άκουσα, ας αναφέρω κάποια στοιχεία για την μπάντα: Πρόκειται για μία ελληνική Black Metal μπάντα, με αρκετά στοιχεία από Symphonic Metal και αποτελούνται από τους Erevos (φωνή), Ad Ventus (κιθάρα), Q_Snc (πλήκτρα), Drakhon (μπάσο), Talos (drums).

Ως προς το “Finis Origine Pendet”, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σκοτεινό, εφιαλτικό, ατμοσφαιρικό και σίγουρα πολύ δυνατό, με φανερές επιρροές από Dimmu Borgir που συνοδεύονται από συμφωνικά στοιχεία. Το μόνο αρνητικό σε αυτό το EP είναι πως περιέχει μόλις 4 κομμάτια, τα οποία όμως σε κάνουν να ανυπομονείς για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Πιο συγκεκριμένα, το “Chalice Of Aquarius” ανοίγει εντυπωσιακά το EP και εντοπίζεις την εξέλιξη της μουσικής των Unholy από το “Rex Mundi” του 2008, πιο γρήγοροι ρυθμοί, πιο σκοτεινός ήχος. Στο “Ignes Fatui” εντοπίζονται ίσως κάποια progressive στοιχεία και τα πλήκτρα είναι ένα από τα δυνατά σημεία του κομματιού. Το “Distinct Inception” εκπλήσσει ευχάριστα με τα εξαιρετικά πλήκτρα που θυμίζουν soundtrack ταινίας θρίλερ, και την “Cradle Of Filth” ατμόσφαιρα, ειδικά στα γρήγορα σημεία του. Το καλύτερο σημείο του EP είναι σίγουρα το “Death Before Dishonor (Nakajima Ki-43 Hayabusa)”, του οποίου το video clip δημοσιεύτηκε πρόσφατα και είναι εξαιρετικό. Σκοτεινές μελωδίες που εναλάσσονται, με drums και μπάσο που σου τρυπούν το στομάχι, riffs που πορώνουν και φωνητικά βγαλμένα από την Κόλαση και με το πιο επικό κλείσιμο. Το πιο “Dimmu Borgir” κομμάτι τους από το EP, με την καλή έννοια. Να αναφέρω επίσης πως το εξώφυλλο του EP έχει επιμεληθεί ο Andreas Marshall (Blind Guardian, King Diamond, Dimmu Borgir κλπ) το οποίο ταιριάζει γάντι με την δουλειά των Unholy.

Το “Finis Origine Pendet” είναι μια άρτια δουλειά στο σύνολό της, που αποδεικνύει πως οι Unholy Ritual έθεσαν τον πήχη πολύ ψηλά και πως θα δούμε και άλλα καλά πράγματα από αυτούς στο μέλλον. Οι λάτρεις του Black Metal ΠΡΕΠΕΙ να το ακούσουν.

Κείμενο: Δέσποινα Δευτεραίου

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Melechesh -The Εpigenesis

“Μπορεί να έχεις γεννηθεί σε ένα μέρος αλλά να νιώθεις ότι η ψυχή σου ανήκει αλλού” είχε δηλώσει ο Karl Sanders των Nile με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου προσωπικού του δίσκου “Saurian Meditation” πίσω στο 2004.Φυσικά εννοούσε ότι παρά το γεγονός ότι είναι Αμερικάνος, νιώθει πολύ κοντά στον πολιτισμό της Μέσης Ανατολής και ενώ ο Sanders ανήκει εκεί πνευματικά μόνο, οι Melechesh ανήκουν και ληξιαρχικά. Με καταγωγή από το Ισραήλ λοιπόν οι “Middle-Eastern blackmetallers όπως σωστά τους έχουν χαρακτηρίσει, σε όλους τους δίσκους της καριέρας τους μπολιάζουν το τραχύ black metal τους με μεσανατολικές κλίμακες και folk στοιχεία και ομολογουμένως το κάνουν με επιτυχία μακριά από ποζεριλίκια και δήθεν avant-gard-ισμούς. Οι Μelechesh νιώθουν και μάλιστα άσχημα. Βέβαια, είμαι σίγουρος ότι συνειρμικά θα σας έχουν ήδη έρθει στο μυαλό οι φοβεροί Orphaned Land αλλά και οι προαναφερθέντες Nile. Ο ήχος των Melechesh όμως είναι μαυρομεταλλικός και διαφέρει από το μελωδικό ethnic-death metal των πρώτων αλλά και από το βάρβαρο death metal των Νile.
Μετά από τέσσερα χρόνια “διακοπών” που ακολούθησαν το “Emissaries” του 2006, μας παρουσιάζουν φέτος το πέμπτο δισκογραφικό τους πόνημα με τίτλο “The Epigenesis”.Για την παραγωγή του album οι Melechesh ταξίδεψαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη και τα Babajim Studios και σύμφωνα με δηλώσεις του Ashmedi(τραγουδιστή και κιθαρίστα της μπάντας) η επιλογή αυτή έγινε ώστε να απορροφήσουν όλο το vibe της Πόλης και να το περάσουν στη μουσική τους. Μπάσιμο του δίσκου με το “Ghouls of Nineveh” και το  mid-tempo ανατολίτικο riff του(που επαναλαμβάνεται σε όλη σχεδόν την διάρκεια του κομματιού)που σε συνδυασμό με τα δυναμικά black φωνητικά του Ashmedi μας χώνουν με τη μια στο “τζαμί». Κομματάρα.Full-speed ταχύτητες στη συνέχεια με το “Grand Gathas Of Baal Sin” και οι κλασσικές black/death φόρμες στα πρώτα λεπτά οδηγούν σε mid-tempo γέφυρες καθώς και σε πιο ambient-folk καταστάσεις προς το τέλος του τραγουδιού. Το “Sacred Geometry” ακολουθεί με το φοβερό mid-tempo riff του, ενώ τα φωνητικά στάζουν ακόμη μια φορά βιτριόλι. Από τα highlights του δίσκου σίγουρα. Τέταρτο κομμάτι του δίσκου το “The Magickan And The Drones” με πιο thrash-αριστό riffing  και τρομερό drumming από τον Xul. Δεύτερο μεγαλύτερο σε διάρκεια το “Mystics of the Pillar” που ακολουθεί σε πιο ήπιες ταχύτητες και με φοβερή “Prince of Persia” ατμόσφαιρα. Οι πρίζες βγαίνουν στο ορχηστρικό “When Halos of Candles Collide” ενώ και η “μηχανή” των Melechesh μπαίνει εδώ στο “ρελαντί” αφού εδώ μιλάμε για καθαρά παραδοσιακή μουσική κατευθείαν από τα βάθη της Μέσης Ανατολής. Σαγηνευτικό κομμάτι και ευχάριστο διάλειμμα για ανάσες από το σφυροκόπημα. Τα κεφάλια πάλι μέσα όμως με το “Defeating the Giants” και οι black κιθάρες βαράνε αλύπητα, ενώ το “Illumination-The Face of Shamash’’ με τις τεχνικές κιθάρες του και τα πωρωτικά ανατολίτικα περάσματα αποτελεί ακόμη ένα highlight του δίσκου.”Negative Theology” και το κοπάνημα συνεχίζεται λίγο πριν το δεύτερο instrumental του δίσκου το “A Greater Chain of Being”.Πάλι ήρεμοι ρυθμοί αλλά πιο «φορτωμένο» και όχι τόσο ambient.To ομώνυμο κομμάτι του album με το οποίο κλείνει ο δίσκος, είναι και το μεγαλύτερο σε διάρκεια αλλά καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του ακροατή αμείωτο μέχρι το τέλος. Τρομερή μίξη black/death με Middle-East στοιχεία. Το εξώφυλλο-κόσμημα, γεμάτο συμβολισμούς που συνδέονται με την στιχουργία του δίσκου είναι του John Coulthart.Οι στίχοι αναφέρονται στην Σουμεριακή/Μεσοποταμιακή μυθολογία όπως μας έχουν συνηθίσει άλλωστε οι Melechesh και δένουν άψογα με τη μουσική.
Ανακεφαλαίωση: Κορυφαία παραγωγή, τρομερές συνθέσεις, απόλυτα ισορροπημένος δίσκος και ήδη από τις καλύτερες κυκλοφορίες του 2010.Τώρα που ανήκουν και στο δυναμικό major-label εταιρίας(Νuclear Blast) μπορεί να κάνουν και το break-through. Δεν ξέρω αν είναι ο καλύτερος δίσκος τους αλλά σίγουρα είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για εσάς να τους ανακαλύψετε (όσοι δεν το έχετε κάνει ήδη) και για τους ίδιους να ανοιχτούν επιτέλους σε πιο ευρύ κοινό και να δεχτούν την αναγνώριση που τους αξίζει. All hail Melechesh!!!

Κείμενο : Λάζαρος Σαγάνης

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Intronaut - Valley Of Smoke

Η μεταφορά μιας ηχητικής πληροφορίας συνήθως πρέπει να γίνεται κάτω από βασικές προϋποθέσεις. Ή τουλάχιστον έτσι γίνεται, και κυρίως όταν έχουμε να κάνουμε με την πληροφορία που αφορά σε μουσική δουλειά από γνωστό καλλιτέχνη ή ομάδα καλλιτεχνών. Και αυτό πρέπει να μεταφερθεί σε μια ευρεία μάζα ακροατών, υποστηρικτών, πιστών μιας μουσικής ιδέας που έχει εδραιωθεί με το πέρασμα των καιρών. Όλοι έχουμε μια ξεχωριστή γνώμη για τι ακούστηκε ανά πάσα στιγμή, και όλοι νιώθουμε σαν δικό μας κομμάτι μια μουσική που μας άγγιξε και μας συντρόφεψε για πολλά χρόνια. Αλλά αυτό μας φέρνει πολλές φορές στη θέση να γινόμαστε κέρβεροι, εναντιωμένοι σε διαφορετικές και αντίθετες γνώμες που «αδικούν» τις δικές μας εμπειρίες της μουσικής «μας». Διαφορετικές προσεγγίσεις,  με κοινή γραμμή όμως σε βασικά που αφορούν ρυθμούς, ήχους, συναισθήματα. (π.χ. είναι σκληρός ο ήχος, είναι γρήγορη μουσική, μου βγάζει κατάθλιψη κλπ). Δυσκολευόμαστε πολλές φορές να συμφωνήσουμε σε θέματα που έχουν να κάνουν με το τι μας θυμίζει αυτό που ακούσαμε. Σε ποια άλλη μπάντα μοιάζει ο τρόπος παιξίματος; Είναι καλύτερη η δουλειά αυτή από την προηγούμενή τους; Και αυτό είναι φυσικό. Γιατί απλούστατα ο καθένας μας έχει διαφορετικές ακουστικές εμπειρίες και η μουσική, αυτό το απερίγραπτο και δυσθεώρητο μέσο, «βαρά» στην ψυχή τον καθένα μας ξεχωριστά. Πολύ διαφορετικά από ένα οπτικό ερέθισμα. Πολύ διαφορετικά από αντικειμενικές αξίες. Εξηγώ: Έχουμε μια καινούρια κυκλοφορία και θέλοντας να  περιγράψουμε τι ακούσαμε προσπαθούμε να το παρομοιάσουμε με μια άλλη μπάντα π.χ. Το παίξιμό τους μοιάζει με “Fosa Comun” (λέω εγώ τώρα)  ή να το εντάξουμε σε ένα στυλ  Stoner, Sludge, Industrial, Nu-metal .  Με αυτόν τον τρόπο οδηγούμε τον αναγνώστη να καταλάβει περίπου για το τι μιλάμε. Οκ… τι γίνεται όμως όταν ακόμα και αν το ίδιο το συγκρότημα εντάσσει τη μουσική του κάπου, αυτό δεν βοηθάει;
Για αυτό, νιώθω μια ανάγκη να περιγράψω αυτό που πήρα ΕΓΩ με αυτό που άκουσα από τους αμερικανούς Intronaut με το “Valley Of Smoke” και να το μεταφέρω από μια σκέψη που δρα αποκλειστικά για αυτό το album, χωρίς μεταφορές σε άλλες μπάντες και συγκρίσεις.
 
Η μουσική των Intronaut λοιπόν δεν εντάσσεται κάπου (νομίζω). Η γλώσσα που χρησιμοποιούν στην τελευταία τους δουλειά είναι περισσότερο ανάμεικτη, που σαν βασικό χαραχτήρα έχει μια Jazz άγρια, που μεταλλάχθηκε προοδευτικά σε επιθετικό ύφος και έδωσε δύναμη σε μπάσο και drums. Αυτά τα δυο όργανα είναι που παίζουν δυνατότερα σε όλο το σύνολο των 8+1 κομματιών χωρίς να κόβουν όμως τον δρόμο για τις κιθάρες των Sacha Dunable και Dave Timnick . Μιας και οι Intronaut εντάσσουν την μουσική τους στο post-metal, μένουν κατά μια έννοια πιστοί σε αυτό, και ακολουθούν μια τακτική ατμοσφαιρικών συνθέσεων με παραμορφωμένες κιθάρες και με λιγότερη έμφαση στα φωνητικά χωρίς όμως να τα εκμηδενίζουν. Θα παρατηρηθεί και κάποια επανάληψη μερικές φορές, σε μοτίβα. Η γνωστή επιμονή που μόνο να σε παρασύρει ευχάριστα μπορεί και όχι να σε κουράσει αφού εδώ γίνεται για πολύ λίγο.
 
Με το πρώτο κομμάτι το “Elegy” ο δίσκος μπαίνει με τις δυο κιθάρες σε αρμονική συνύπαρξη και ένα μπάσο που χώνεται μόνο του σε σημεία, για να δώσει το δικό του ρυθμό.
Κοινό χαρακτηριστικό για όλα τα κομμάτια είναι η πολυπλοκότητα στη μελωδία που χωρίζει το κάθε κομμάτι σε πολλά μέρη. Αυτό είναι το καλό. Φωνητικά υπάρχουν άλλοτε με σκληρή μορφή και άλλοτε με πιο καθαρή, «σκορπισμένοι» ρόλοι σε πολλά σημεία. Αξίζει να ειπωθεί ότι έχει γίνει καλή δουλειά και στην παραγωγή.
 
Με το “Above” και το δεύτερο κατά σειρά τραγούδι ακούμε και για πρώτη φορά από τα drums και την διπλή μπότα που δεν κουράζει κάνοντας την εμφάνιση της σαν ήχος σε λίγα μόλις μέρη. Πολλές εναλλαγές σε ταχύτητες. Η επιρροή της Τζαζ γίνεται αισθητή και δεν αφήνει περιθώρια για πολλούς συλλογισμούς. Ανεξάρτητα αν πολλοί  συνδέουν την κιθάρα τους με την κιθάρα τον Rush  ή και τον Tool πώς μπορείς να κρίνεις  την μουσική τους από ένα όργανο; Σε εμένα πάλι το γενικό παίξιμό τους με πάει κάπου σε Burst ή κάτι σε Ocean, αλλά να, που και πάλι μπορείς να πέσεις στην ίδια παγίδα με συγκρίσεις.
 
Ηλεκτρονικές προσθήκες θα ακουστούν σε εισαγωγές σε κομμάτια όπως το προαναφερθέν (Above) το “Miasma”, “Below”, “Past Tense”.
Μεγάλη εντύπωση κάνει το ομώνυμο ορχηστρικό “Valley Of Smoke όπου εκεί σε κάποιο σημείο θα «τοποθετηθεί» κάπου και μια Ινδική Τάμπλα.
Υπάρχουν άσχημα στο δίσκο; Ίσως για κάποιους που θέλουν κάτι πιο σκοτεινό, ή για κάποιος που δεν τους αρέσουν οι πολλές εναλλαγές στην ταχύτητα. Οι Intronaut εδώ παρουσιάζουν μια καλή δουλειά και αυτό πρέπει να τους αναγνωριστεί. Όχι μόνο από τον λάτρη του progressive post,rock- metal  ή απλά rock. Μια  δουλεία που εμένα πάντως με τράβηξε. Και με φέρνει λίγο πιο κοντά σε αυτά που πιο πριν δεν ήθελα να πλησιάσω δηλ. όλοι θεωρούμε ότι η Τζαζ είναι μια αφορμή για την δημιουργία πολλών χρυσών metal δίσκων μιας και επηρέασε, λίγοι όμως είναι αυτοί που  την ακούνε. Ε, λοιπόν κάποιοι σαν τους Intronaut νομίζω ότι είναι ένας συνδετικός κρίκος.
 
Στο “Valley Of Smoke” εκτός των άλλων, για όσους δεν αρκούνται στην κατανάλωση των δίσκων μόνο με την αίσθηση της ακοής, θα πρέπει να σημειώσουμε και την θετική συμβολή στο αισθητικό μέρος του δίσκου, από τον μεγάλο καλλιτέχνη Illustrator, και frontman των “Baroness” John Dyer Baizley.
 
Στην ερώτηση για το αν άξιζαν το κόπο οι τόσες πολλές λέξεις και εξηγήσεις που γίνονται σε αυτήν την κριτική, η απάντηση δεν δίνεται. Απλά ακούστε το άλμπουμ…
 
 
Κείμενο: Θανάσης Καμπάνης

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Halford - Made Of Metal


Τον τελευταίο καιρό έχω έρθει αρκετές φορές αντιμέτωπος με δικές μου στερεότυπες απόψεις και καλώς ή κακώς ,αφορμή έχουν σταθεί οι φοβερές δισκογραφικές δουλειές που έχουν κυκλοφορήσει μεγάλα ονόματα στο χώρο του metal και όχι μόνο. Εκεί που θεωρούνταν ξεγραμμένα (από κοινό και κριτικούς) ή το επίπεδο των albums τους περιφέρονταν γύρω από την μετριότητα, εμφανίζονται στο προσκήνιο με ένα album δυναμίτη και αποδεικνύουν περίτρανα ότι “ποτέ μη λες ποτέ”. Άποψή μου βέβαια είναι ότι συγκροτήματα που έχουν προσφέρει τόσα πολλά στο χώρο της μουσικής δεν έχουν τίποτα να αποδείξουν.
Έτσι και ο Halford. Δεν έχει να αποδείξει τίποτα για την αξία του ως καλλιτέχνης. Αποδεικνύει όμως για ακόμα μια φορά ότι “μεγαλώνουμε επειδή σταματάμε να κάνουμε πράγματα” και όχι το αντίθετο. Στα 60 του πλέον όχι μόνο δεν σκέφτεται τη “συνταξιοδότηση” αλλά και 160 ακόμη χρόνια να του έδινες δεν θα στερούνταν έμπνευσης.
Στο νέο του albumMade of metal” παρουσιάζει 14 νέα τραγούδια γραμμένα από τον ίδιο και τον «συνήθη ύποπτο» RoyZ.
Τρομερά riffs,φοβερά solos και μοναδικές, πολυδιάστατες ερμηνείες από τον Metal God  που το λαρύγγι του κρατάει ακόμα πολύ καλά. Με ήχο μακριά από τα χαμηλά κουρδίσματα του “Crucible”,πιο κοντά στο “Resurrection” και σε απόσταση αναπνοής από τον Priest ήχο εποχής “Painkiller” καταλαβαίνει κανείς ότι ο Halford επιστρέφει στον παλιό καλό Priest-ήχο. Μπαίνει στην χρονοκάψουλα χωρίς ίχνος παρελθοντολαγνείας και επιστρέφει με μια χούφτα αστερόσκονη της εποχής για τα καινούρια τραγούδια του. Μερικοί πειραματισμοί εδώ και εκεί του «βγαίνουν» και είναι καλοδεχούμενοι.
Aς δούμε όμως τα τραγούδια λίγο πιο διεξοδικά.  Το “Undisputed” ανοίγει το δίσκο και μας βάζει με τη μία στο κλίμα. Καλπάζοντα riffs μας σφυροκοπούν ανελέητα και κάτι μου λέει ότι το αμόνι γράφει πάνω έτος κατασκευής 1990 (…Between the hammer and the anvil). Tα εναλλασσόμενα solos το επιβεβαιώνουν και αποτίνουν φόρο τιμής στους Tipton/K.K Downing. Στις ίδιες speed-άτες φόρμες κινείται και το επόμενο τραγούδι του δίσκου “Fire and Ice” με περισσότερη μελωδία και πολύ όμορφους στίχους. Συνέχεια με το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου και όσοι δεν έχετε δει ακόμα το video-clip με το αμάξι του Ηalford να παίρνει μέρος σε αγώνες NASCAR και να κερδίζει, χάνετε ένα αριστούργημα της έβδομης τέχνης(…αν είστε βέβαια κάτω των 10 ετών ξέχασα να πω).Το τραγούδι πάντως είναι αρκούντως ατμοσφαιρικό και πιασάρικο…Και τώρα να ρωτήσω…Βγάλατε από την αποθήκη τις air-guitars σας; Αν όχι μόλις που προλαβαίνετε γιατί μπαίνει το καταιγιστικό riff του “Speed of Sound”. Δυναμικό,απλό και πανέμορφο τραγούδι ενώ το μικρό πέρασμα από “Blood red skies” δεν μας χαλάει καθόλου. Το αντίθετο…”Carpe Diem” φαίνεται να μας λέει στο “Like theres no tomorrowo Halford. Τα riffs δαγκώνουν σβέρκους, τα σόλο κεντάνε μελωδίες και ο Rob ερμηνεύει “Σαν να μην υπάρχει αύριο”. Στο ίδιο κλίμα τραγικής αισιοδοξίας συνεχίζει στιχουργικά και το “Till the day I die” και στην εισαγωγή του τραγουδιού πειραματίζεται με slide-κιθαριές και southern στοιχεία και πιστεύω ότι το πείραμα είναι επιτυχημένο.”We own the night” μας λέει ο Metal God στη συνέχεια και το ρομάντζο των στίχων υποστηρίζεται όμορφα από την αισθαντική ερμηνεία του Rob ενώ και τα πλήκτρα ομορφαίνουν το κομμάτι χωρίς να το “λιγώνουν”. To επόμενο τραγούδι μόνο “Heartless” δεν είναι αφού έχει μέσα άφθονη “ψυχή”. Ο “Hellrazor” μας επισκέπτεται ξανά στη συνέχεια με στακάτους ρυθμούς και τσαμπουκά από τα παλιά. Τhin Lizzy στη συνέχεια…εεε συγνώμη “Thunder and Lightning” εννοούσα και μελωδικές διπλές κιθαριστικές επιθέσεις συνοδεύουν τους (για ακόμη μια φορά) ρομαντικούς στίχους.
Από τα αγαπημένα κομμάτια του δίσκου είναι και η μπαλάντα που ακολουθεί “Twenty-five years”.25 χρόνια όπως δήλωσε και ο ίδιος χωρίς εξαρτήσεις από ουσίες και η μάχη φαίνεται να συνεχίζεται ακόμα…όσο για την ερμηνεία του…no comments.Χωρίς να είναι κάτι το τρομερό το επόμενο κομμάτι “Matador” με την περίεργη “μεξικάνικη” εισαγωγή προλογίζει το “I know we stand a chance” όπου ατμοσφαιρικά  couplet ξεσπούν στο δυναμικό refrain. Κλείσιμο του δίσκου με το “The Mower” σε πιο σκληρές και σύγχρονες φόρμες ενώ η φωνή του Halford εδώ απογειώνεται στις πιο ψηλές συχνότητες.
Όσοι έχετε απογοητευτεί από τα τελευταία albums των Priest,όσοι θέλετε να ακούσετε ένα δίσκο που θα σας κάνει να ξαναπιάσετε την air-guitar σας, όσοι θέλετε να ακούσετε μελωδίες που θα μείνουν σφηνωμένες στο κεφάλι σας για αρκετό καιρό και τέλος όσοι θέλετε να ακούσετε ένα παθιασμένο heavy metal δίσκο τότε το “Made of Metal” προτείνεται ανεπιφύλακτα.

Κείμενο : Λάζαρος Σαγάνης

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Skunk Anansie - Wonderlustre

Για τους περισσότερους είναι γνωστό, πως οι Skunk Anansie είναι ένα σημαντικό γκρουπ βγαλμένο από τη δεκαετία του ’90 του οποίου τα μέλη αποφάσισαν μετά από 3 δίσκους να πάρουν ξεχωριστούς δρόμους το 2001. Έκτοτε πέρασαν 8 χρόνια μέχρι που τα μέλη της μπάντας ενώθηκαν ξανά με αφορμή μια συλλογή με τις επιτυχίες που περιλαμβάνει και 3 νέα κομμάτια (Because Of You, Squander και Tear the Place Up) και αποφάσισαν να συνεχίσουν μαζί  και να γράψουν υλικό  για ένα νέο δίσκο. Έτσι και έγινε. Μέσα στη χρονιά που διανύουμε δημιούργησαν και κυκλοφόρησαν την 4η κατά σειρά δισκογραφική τους δουλειά, η οποία τιτλοφορείται ως  ‘’Wonderlustre’’.
Το άλμπουμ λοιπόν,  ξεκινάει με το  ‘’God Loves Only You’’ και όπως λένε και οι στίχοι κάπου λίγο πριν από το ρεφρέν , η Skin και η παρέα της μας δίνουν το μήνυμα ‘’I Am Born Again… ’’. Στο μεταξύ το κομμάτι αρχίζει και δυναμώνει , να ζωηρεύει μέχρι την τελική του κορύφωση στο ρεφρέν δίνοντας μας έτσι ένα ιδανικό ξεκίνημα για την πορεία του δίσκου.  Ακολουθεί το ‘’My Ugly Boy’’ το οποίο είναι το πρώτο single του δίσκου. Ένα ιδιαίτερα δυναμικό και πιασάρικο κομμάτι ιδανικό για το ραδιοφωνικό airplay το οποίο μας παραπέμπει ηχητικά σε γνωστά ροκ κομμάτια που είχαν ακουστεί  στις αρχές δεκαετίας του ’90 (πχ  Pretend That Were Dead από τις L7).  Λίγο αργότερα θα ακολουθήσει το ‘’Talk Too Much’’ σε πιο mid-tempo ρυθμούς  για να περάσουμε  πιο μετά στο πολύ γκρουβάτο και γρήγορο  ‘’It Doesnt Matter’’. Ο ρυθμός ξαναπέφτει στο mid-tempo με κομμάτια όπως  το ‘’My Love Will Fall’’ , ‘’Feeling The Itch’’ και το πολύ καλό ‘’You Cant Always Do What You Like’’ για να κλείσει το άλμπουμ με  το ‘’I Will Stay But You Should Leave’’ , δημιουργώντας έτσι ένα ιδανικό φινάλε. 
Ένα άλμπουμ σε αυτό το είδος, μπορώ να πω πως είχα πραγματικά καιρό να ακούσω. Μπορώ να επικαλεστώ ενδεχομένως το τελευταίο των Garbage (Bleed Like Me -2005) ως εφάμιλλο  σε δυναμικότητα και ενέργεια. To  ‘’Wonderlustre’’ περιέχει συνολικά 12 κομμάτια, τα οποία φαίνεται πως διαλέχτηκαν με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς κανένα δεν δείχνει να υστερεί από τα υπόλοιπα.  Είναι ένας δίσκος από αυτούς που θα αποκαλούσα ‘’γεμάτος’’ και ‘’τίμιος’’. Ακούγεται ευχάριστα από το πρώτο μέχρι το τελευταίο κομμάτι χωρίς δυσκολία και αυτό είναι κάτι όχι και τόσο συνηθισμένο στις ημέρες μας.  Προς Shirley Manson και Σία : Σας περιμένουμε…

Κείμενο : Πέτρος Μελίδης

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Tarja Turunen - What Lies Beneath

Πέρασαν περίπου 5 με 6 χρόνια από τότε που άκουσα για πρώτη φορά τους Nightwish με την Tarja Turunen ακόμα στο δυναμικό τους, με το “I wish I had an angel”. Η φωνή της με συγκίνησε τόσο πολύ και μπορεί πλέον σήμερα να θεωρούμε δεδομένο πως υπάρχει metal με οπερετικά φωνητικά, αλλά μέχρι τότε ήταν κάτι που δύσκολα ο «μεταλόκοσμος» μπορούσε να δεχτεί. Η Tarja ήταν εκείνη που έκανε αυτόν τον μεταλόκοσμο (και εμένα μαζί) να δει πιο πέρα από αυτά που ήδη είχε ακούσει. Αλλά και σε ευρύτερο κοινό έκανε τα οπερετικά φωνητικά πιο άμεσα και δημοφιλή .

Πριν ξεκινήσω το review αυτού του άλμπουμ, πρέπει να ξεκαθαριστεί το εξής: ΔΕΝ είναι άλμπουμ των Nightwish αλλά της Tarja Turunen. Συνεπώς δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα σε αυτά τα δύο, καθώς πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές δουλειές.

Το “What lies beneath” σε γενικές γραμμές είναι πιο ενδιαφέρον από το πρώτο solo album της Tarja, “My Winter Storm”. Ειδικότερα, το album ξεκινά με το “Anteroom of Death” με την συμμετοχή των Van Canto. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο, θεατρικό κομμάτι, με εναλλαγές στον ρυθμό, με χορωδιακά σημεία και την Tarja σε εντυπωσιακές κορώνες. Συνεχίζοντας με το “Until my last breath”, που αποτελεί ένα από τα πρώτα singles του δίσκου, εντοπίζονται δυνατές κιθάρες, ο ήχος είναι περισσότερο προς το metal, όπως μας είχε συνηθίσει και στους Nightwish, θα έλεγε κανείς. Φτάνουμε στο “I feel immortal”, που αρκετοί έχουν χαρακτηρίσει new age, και δεν έχουν άδικο. Υπάρχει αρκετά ο ηλεκτρονικός ήχος, παρ’όλα αυτά είναι μια μελωδική μπαλάντα, κομμένη και ραμμένη στις φωνητικές ικανότητες της Tarja. Κατά τη γνώμη μου το πιο όμορφο τραγούδι του δίσκου. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν δύο πολύ αξιόλογες συνεργασίες που περιέχονται σε αυτό το album: Το “Falling Awake” με τον Joe Santriani να χαρίζει ένα μοναδικό solo και να το καθιστά μια από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου και το “Dark Star”, ντουέτο με τον Philip Labonte, το πιο σκληρό κομμάτι του δίσκου. Τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου είναι λίγο πολύ προβλέψιμα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχουν αξία. Υπάρχουν εξαιρετικές λυρικές μπαλάντες όπως το “Underneath” αλλά και δυνατές στιγμές όπως το “Rivers of lust”, προσεγμένα, τα περισσότερα ντυμένα με ορχήστρα, μέσα από τη ξεχωριστή ερμηνεία της Tarja.

Το “What lies beneath” είναι μια αξιόλογη δουλειά με εντυπωσιακά κομμάτια. Σίγουρα όσοι θαυμάζουν την Tarja πρέπει να αποκτήσουν αυτό το album, για να δουν την μετά-Nightwish εποχή και την μουσική όπως πραγματικά αρέσει σε αυτή τη μοναδική ερμηνεύτρια.


Κείμενο: Δευτεραίου Δέσποινα