Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Red Fang – Murder The Mountains (Relapse Records)

Τι είναι το rocknroll; Για τους περισσότερους είναι μόνο μουσική, για ορισμένους ιδεολογία και για λίγους στάση ζωής. Τι χρειάζεται να έχει κάποιος για τα παραπάνω; Αγάπη για το πρώτο, επαναστατικό και αντιδραστικό πνεύμα για το δεύτερο και για το τρίτο να γράφει τα πάντα στα... παλιά του τα παπούτσια (τι νομίζατε ότι θα έλεγα;). Όπως φαίνεται, αυτοί οι Red Fang από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, αγαπούν πολύ το να ροκάρουν κι έχουν πολλά παλιά παπούτσια στα οποία δεν ξέρουν τι να πρωτογράψουν.

Στο “Murder the Mountains” φροντίζουν να δείξουν τι θεωρούν rock με... κότσια (τι σκεφτήκατε πάλι;). Δεύτερη δουλειά για τους Αμερικανούς και πρώτη στην Relapse στην οποία, τουλάχιστον για την ώρα, λαμβάνουν ιδιαίτερης μεταχείρισης και προσωπικά πιστεύω πως την αξίζουν.

Ο ήχος και πάνω απ’ όλα η νοοτροπία τους μπορεί να περιγραφεί από το video clip που έχουν κάνει για το δεύτερο κομμάτι του δίσκου, “Wires”. Οι τέσσερεις ρεμπεσκέδες του συγκροτήματος αράζουν σε ένα σπίτι – τρώγλη, όπου κοιτάζουν τους απλήρωτους λογαριασμούς τηλεφώνου, ρεύματος, νερού και ό,τι άλλο μπορεί κάποιος να χρωστάει. Ανάμεσα σε όλα αυτά ξεπροβάλλει μία επιταγή 5000 $ από την δισκογραφική εταιρία και τα βάσανα φαινομενικά τελειώνουν. Μάλλον όμως δεν υφίσταται κάτι τέτοιο γι’ αυτούς, γιατί ξοδεύουν σπάταλα και απερίσκεπτα, αγοράζοντας μια σακαράκα την οποία φορτώνουν με τα ψώνια τους. Ογδόντα γαλόνια γάλα, κούκλες, παλιές τηλεοράσεις, καρπούζια, τουρσιά, άπειρες γκαζόζες και ό,τι άλλη χαζομάρα τους έρχεται στο μυαλό, παράλληλα με τα απαραίτητα καύσιμα για τον εγκέφαλό τους (μπύρα). Κι αναρωτιέται κάποιος εκεί. Μα τι θα κάνουν με όλα αυτά; Θα τα πάρουν σπίτι; Όχι βέβαια! Θα πάρουν φόρα με το αυτοκίνητο και θα τα σπάσουν! Και το διασκεδάζουν τόσο πολύ που φαίνεται να μην νοιάζονται για τα προβλήματά τους. Ώσπου στο τέλος μένουν με 4 $ και χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν με τα ελάχιστα αυτά χρήματα, αγοράζουν λίγη βενζίνη και βάζουν φωτιά στο αμάξι, για μια τελευταία διασκέδαση! Θα μου πείτε είναι απλώς ένα video clip στο οποίο ο καθένας μπορεί να δείξει ό,τι θέλει. Μα αυτό ακριβώς που θέλουν να δείξουν είναι ο χαρακτηριστικός... σταπαλιαπαπουτσισμός (δεν θα με λογοκρίνει εμένα η διεύθυνση – θα το κάνω μόνος μου).

Σε ένα σοβαρότερο ύφος τώρα, η μουσική των Red Fang είναι ένα heavy rock, αποτέλεσμα μελέτης πολλών άλμπουμ των Queens of the Stone Age, Melvins, Foo Fighters και Mastodon, όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι. Η αλήθεια δεν απέχει ιδιαίτερα από τα παραπάνω, με τον βρώμικο ήχο να κυριαρχεί και να ακροβατεί μεταξύ ήπιων Mastodon, άγριων Foo Fighters και τους QOTSA να υπερισχύουν σαν επιρροή. Groovy αίσθηση από την αρχή μέχρι το τέλος και πολλά riff που κολυμπούν μέσα στη μπύρα. Έως και πιο βαριά εκδοχή των Motorhead μου θύμισαν με το “Dirt Wizard”, ενώ τα σόλο μυρίζουν από χιλιόμετρα μακριά αμετανόητους ροκάδες που μόνο το αλκοόλ και το γούστο τους μετράει. Όλοι τους στέκονται άξια και τα τυπικά θέματα στην κιθάρα διαδέχονται από γεμίσματα τύπου Mastodon (“Number Thirteen”) που κρατούν το ηθικό ψηλά, ενώ σε πολλά σημεία αυτό επιτυγχάνεται απλά και μόνο από στρωτά riff, όπως στο “Hank is Dead” ή από αντίστοιχα αιχμηρά και πιο metal, όπως στο “Painted Parade”. Το ρυθμικό μέρος δεν αποτελεί απλά ένα υπόβαθρο για να πατήσουν οι επιμέρους μελωδίες, αλλά συμμετέχουν ενεργά, με τον drummer να μην παίζει μεν με δυναμικές και λοιπά ποιοτικά στοιχεία αλλά να δίνει τα απαραίτητα decibel και ανά σημεία να παρουσιάζει ενδιαφέρουσες αλλαγές και ρυθμούς. Το μπάσο δίνει ένα διαφορετικό χρώμα σε ορισμένα κομμάτια, ενώ μπορεί να παίζει και πρωταρχικό ρόλο, με χροιά που θυμίζει λιγάκι από παλιές εποχές.

Το “Murder the Mountains” δίνει την εντύπωση πως έχει φτιαχτεί για το κέφι των δημιουργών του. Μπορεί να μην είναι κάτι το πρωτότυπο, όμως δεν φαίνεται να είναι αυτή η πρόθεσή τους. Είναι ένας δίσκος που έχει μέσα του εκείνη την παλιά γοητεία των ροκάδων που αγνοούσαν τα τυπικά, καθημερινά προβλήματα μιας τυπικής, καθημερινής ζωής. Αυτό είναι το rocknroll. Και μην ξεχνάτε πως στις 4 Ιουνίου θα εμφανιστούν μαζί με The Ocean και Intronaut στο An Club. Τρεις καταπληκτικές μπάντες μαζί. Πάλι θα κουφαθώ...*

* 5 Ιουνίου, ραντεβού με ωτορινολαρυγγολόγο

Κείμενο: Βασίλης Μπακογιάννης

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Obscura : Omnivium (Relapse Records)


Υπάρχουν μπάντες που δημιουργούν έργα αντάξια μελέτης από μουσικούς και ταυτόχρονα ισάξια με αντίστοιχα που προωθούνται και προβάλλονται από τα μέσα ως ύψιστη μορφή τέχνης. Μπορεί το ρεπερτόριο της λυρικής σκηνής να απαρτίζεται από ό,τι θα άρεσε στον Αλέξη Κωστάλα, όμως αυτό δεν σημαίνει πως εκεί σταματά η ποιότητα. Βέβαια τα metal συγκροτήματα είναι καταδικασμένα να απευθύνονται μόνο στο αφοσιωμένο κοινό τους, μακριά από το επιτηδευμένο ακροατήριο της όπερας, για παράδειγμα. Το ύφος είναι που τους μετατρέπει από γεννησιμιού σε απόκληρους ενός μουσικού καθωσπρεπισμού, κάτι που γίνεται ακόμα πιο εμφανές στα σκληρά είδη, όπως το death metal. Όσο αξιόλογος και να γίνει ένας δίσκος θα μείνει σε μια αφάνεια και θα κρατηθεί μεταξύ λίγων. Τρανή περίπτωση οι Necrophagist των οποίων ο τραγουδιστής – κιθαρίστας Muhammed Suicmez μαζί με τον έτερο κιθαρίστα Christian Muenzner, επηρεασμένοι από τους Μπετόβεν και Προκόφιεφ παρέδωσαν ένα εκπληκτικό δείγμα, το “Epitaph”, για το πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει ακόμη και αυτό το ιδίωμα. Εκεί αλλά λίγο χαμηλότερα φαίνεται πως φτάνει και η άλλη μπάντα του Muenzner, οι Obscura.
Αποτελούμενη πλέον από δύο μέλη των Necrophagist, τον Muenzner και τον drummer Hannes Grossmann, μαζί με τον ιδρυτή Steffen Kummerer στην κιθάρα και τα φωνητικά και τον Jeroen Paul Thesseling, που πρωτοεμφανίστηκε με τους Pestilence το 1993 στο μπάσο, συμπληρώνουν ένα σύνολο μεγάλων προδιαγραφών. Η ιστορία δείχνει μεγάλη πρόοδο μέσα από τους τρεις προηγούμενους δίσκους, αφού οι δύο πρώτοι αναπαρήγαγαν ένα κλασικό death metal στο ύφος των Morbid Angel και πρώιμων Death με καλύτερο το δεύτερο “Retribution”, χωρίς ωστόσο να ξεφεύγει από τα αδιάφορα πλέον στερεότυπα του είδους. Με την προσθήκη νέων μουσικών, το τρίτο στη σειρά “Cosmogenesis”, ανέβασε κατακόρυφα την ποιότητα και δημιούργησε δονήσεις γύρω από το όνομά τους.
Το “Omnivium” (ο παμφάγος) ως τέταρτη δουλειά των Γερμανών έρχεται να συμπληρώσει τα όποια συνθετικά κενά που ενδεχομένως είχε ο προκάτοχός του. Ένα άλμπουμ προωθημένο αρκετά από την Relapse και που με την εμφάνισή του σε εξειδικευμένα δισκοπωλεία εξαντλήθηκε με την πρώτη, προς μεγάλη έκπληξή μου.
Για την τεχνική κατάρτιση των τεσσάρων μελών δεν χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερος λόγος. Η συνεχής εκμάθηση φαίνεται να είναι καθημερινή ασχολία με αποτέλεσμα έναν καταιγισμό από νότες καθ’ όλη τη διάρκεια. Η προσέγγιση δείχνει τις ομοιότητες με τους Necrophagist, κυρίως στα riff και solo, ενώ κάποια progressive στοιχεία γίνονται σαφή μέσα από στιγμές που προδίδουν Cynic, όπως η θεματολογία που άλλωστε είναι βασισμένη στην νουβέλα του Friedrich SchellingOn natures connection to the spirit world” και οι τίτλοι μαζί με τους στίχους μαρτυρούν μια πνευματική αναζήτηση, κάτι άγνωστο σε άλλο συγκρότημα αυτής της σκηνής.
Ο καθαρότατος ήχος είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά διαφορετικότητας από τα άλλα παρόμοια σχήματα. Σχεδόν όλα τα riff είναι πολύπλοκα και κρατούν ένα επιθετικό μεν, αρκετά εκλεπτυσμένο ύφος δε. Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις που ηθελημένα “μπουκώνουν” κιθάρες όπως στο “Ocean Gateways” για να έχουν ένα αγριότατο αποτέλεσμα. Η δουλειά των Muenzner και Kummerer είναι όμως ουσιαστικά το ατού του “Omnivium”. Από την αρχή μέχρι το τέλος οι κοφτές μελωδίες και τα καταπληκτικά, υπερτεχνικά σόλο θα ικανοποιήσουν οποιονδήποτε απαιτητικό κιθαρίστα, όπως έκαναν και πριν λίγα χρόνια στο “Cosmogenesis”. Αυτή τη φορά όμως η σύνθεση έχει ωριμάσει, δίνοντας πολλή σημασία στη μελωδία. Πάρτε για παράδειγμα το πολυπλοκότατο riff του “Prismal Dawn” το οποίο μόνο έτσι παιγμένο θα μπορούσε να ηχεί όμορφο. Εντύπωση μου έκανε μια αλλαγή στο “Velocity”, η οποία ουσιαστικά αποτελούταν από την εισαγωγική απίστευτη μελωδία του “Meeting of the Spirits”, του μεγάλου fusion συγκροτήματος Mahavishnu Orchestra, κομμάτι που έχουν διασκευάσει οι Cynic. Η συνέχεια εξίσου εκπληκτική με ένα σόλο αντάξιο των προσδοκιών μου. Μεγάλη εμφάνιση κάνει και ο Thesseling με το άταστο μπάσο του και είναι αυτός που δίνει τον progressivejazz τόνο στο άλμπουμ. Η παραγωγή δεν μείωσε καθόλου την έντασή του ώστε να προηγούνται οι κιθάρες, αλλά το άφησε να αναπτυχθεί και να δώσει τρομερές στιγμές. Θα αναφέρω μόνο το σχεδόν ορχηστρικό “A Transcedental Serenade” με σόλο και jazz περάσματα που με πάνε πίσω σε Cynic και Atheist και τους μεγάλους Sean Malone και Tony Choy. O Grossmann από την άλλη χρησιμοποιεί την πεπατημένη και παίζει τον ρόλο της πυροβολαρχίας πίσω από το set του με blastbeat και δίκασο σε πρώτο πλάνο, ενώ πιστεύω πως θα μπορούσε να παίξει με περισσότερη φαντασία, αν σκοπός τους ήταν να ακολουθήσουν progressive μονοπάτια.
Η πορεία των Obscura πλέον είναι ανοδική και με μεγάλη κλίση. Ωριμάζουν μουσικά και στιχουργικά, ενώ η αντιμετώπισή τους φανερώνει μυαλό ανοιχτό σε προκλήσεις, όπως είναι τα καθαρά φωνητικά που χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο ο Kummerer. Μπορεί να μην θέλουν να γίνουν fusion, σαν τα ινδάλματά τους, τους Cynic, αν και δείχνουν τέτοιες τάσεις, όμως καταφέρνουν να αποτελέσουν το αντίπαλο δέος για τους Necrophagist, που μέχρι τώρα μονοπωλούσαν αυτό το ιδιόμορφο, τεχνικό και καλλιτεχνικό ιδίωμα του πιο σκληρού ήχου.
Κείμενο: Βασίλης Μπακογιάννης

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Between The Buried And Me – The Parallax: Hypersleep Dialogues (Metal Blade Records)


Πριν δύο περίπου χρόνια, οι Between The Buried And Me κυκλοφόρησαν το “The Great Misdirect”, έναν δίσκο που άφησε αποσβολωμένο ένα πολύ μεγάλο μέρος του progressive ακροατηρίου. Η μέχρι τότε πορεία τους, κυρίως με τα “Alaska” και “Colors”, είχε δείξει έντονα προοδευτικές τάσεις, ολοένα αυξανόμενες, αλλά τίποτα δεν είχε προϊδεάσει για το τι είχαν να δώσουν με το τότε τελευταίο άλμπουμ. Ακόμη και πριν από αυτό η αξία τους είχε αναγνωριστεί από τους πρωτομάστορες Dream Theater, με τους οποίους περιόδευσαν ως support. Ως εκ τούτου ο πήχης ανέβηκε πολύ ψηλά όπως και οι προσδοκίες των οπαδών τους.

Ο πολυαναμενόμενος διάδοχός του έρχεται πλέον μέσω ενός EP 3 κομματιών, συνολικά 30 λεπτών, μία ομολογουμένως περίεργη κίνηση, κάνοντάς με να αναρωτηθώ πότε άκουσα ξανά EP μισής ώρας! Μάλλον ήταν το “March Into The Sea” των Pelican πριν 6 – 7 χρόνια. Πολλές άλλες μπάντες εκδίδουν full – length δουλειές που μπορεί να είναι έως και μικρότερες. Επιθυμία τους βέβαια, είναι να κυκλοφορήσουν άλλο ένα EP, ως δεύτερο μέρος μιας ολοκληρωμένης δισκογραφικής δουλειάς.

H πρώτη λοιπόν μουσική απόπειρα της μετά – “The Great Misdirect” εποχής έρχεται με το “The Parallax: Hypersleep Dialogues”, που αποτελεί και ντεμπούτο τους στην Metal Blade Records. Η δομή που ακολουθούν οι Αμερικανοί στη σύνθεση των νέων τραγουδιών τους δεν έχει υποστεί καμιά αλλαγή και ουσιαστικά παραμένει σε εκείνο το ιδιαίτερα τεχνικό, πολύπλοκο και άγριο – ουσιαστικά death – progressive που έχει χαρακτηρίσει τον ήχο τους.

Το εναρκτήριο “Specular Reflection” δίνει μια πρώτη γεύση από το τι σημαίνει το Hypersleep Dialogues. Η απόκοσμη αρχή με τα πλήκτρα δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να δώσει την σκυτάλη σε μια άνευ προηγουμένου μονόλεπτη εξαπόλυση νοτών μεταξύ death metal και mathcore (σε λίγες στιγμές), ενώ το – ξερό – drumming του Blake Richardson ακούγεται σαν μια αρμαθιά ξύλα που πέφτουν από τα χέρια του κουβαλητή τους. Από εκεί και πέρα η ιστορία δεν θέλει και πολύ σκέψη για να καταλάβει κανείς πώς μπορεί να εξελιχθεί το κομμάτι. Αλλάζουν το ένα riff μετά το άλλο, o Tommy Rogers τραγουδά διαφορετικά και εμπλουτίζει καταπληκτικά με τα πλήκτρα του ένα από τα μεγαλύτερα ρεφρέν που έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό. Πανηγύρισα εκεί. Από την άλλη μεριά, η κιθαριστική δουλειά του Paul Waggoner – κυρίως – και του Dustie Waring αφήνει μια γεύση από Dream Theater αναμειγμένη με ότι πιο άγριο έχετε ακούσει. Υπάρχουν επίσης σημεία στα οποία θυμίζουν έντονα τους άλλους μεγάλους του prog, Cynic με αυτήν την jazz στάση που μοιάζει σαν παραφωνία μέσα στα υπόλοιπα, αλλά πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου. Κάτι στο οποίο βοηθά και το μπάσο του Dan Briggs, ο οποίος φαίνεται να δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στην ακουστική προσέγγιση.

Η συνέχεια έρχεται ακόμα πιο καταιγιστική με το “Augment of Rebirth”, όπου οι BTBAM κάνουν μια εντυπωσιακή είσοδο με τα arpeggio του Waggoner και όλους τους άλλους σίγουρα να χτυπιούνται από πίσω μέσα σε αυτόν τον χαμό που αναπτύσσουν στο πρώτο λεπτό. Χωρίς αμφιβολία το πιο άγριο κομμάτι του EP, όμως η δομή είναι ίδιας νοοτροπίας με των υπολοίπων, κάτι που θα ευχαριστήσει τους οπαδούς της σκληρής σκηνής (βλ. death metal) που θέλουν τη μουσική τους ευφυή. Δεν λείπουν φυσικά οι ήπιες στιγμές που προσωπικά μου θύμισαν περιπλανώμενο θίασο τσίρκου (με την καλή έννοια), ειδικά με εκείνο το ακορντεόν που βγαίνει από τα πλήκτρα του Rogers σε μια “χοροπηδηχτή” μελωδία. Από τις πιο δυνατές και “άρρωστες” συνθέσεις του συγκροτήματος που πάει αρκετά πίσω στην ιστορία τους αλλά με μια νέα ωριμότητα.

Έχοντας περάσει ένα ολόκληρο εικοσάλεπτο, έρχεται το “Lunar Wilderness” να δώσει το δικό του στίγμα. Μια προσπάθεια που στα πρώτα 4 λεπτά ίσως να αποτελεί φόρο τιμής στους Cynic με πολλές μελωδίες και αλλαγές να μου θυμίζουν αρκετά το “Traced In Air” των τελευταίων, ενώ κάποια σόλο κρατούν την προσέγγιση του κιθαρίστα τους, Paul Masvidal. Ακόμη και η φωνή του Rogers, όταν τραγουδά καθαρά, που από μόνη της μοιάζει με του Masvidal, χωρίς τα ψυχεδελικά εφέ, δίνει έναν ακόμη τόνο από το progressive αυτής της σχολής. Βέβαια το όλο κλίμα στο συγκεκριμένο δεν έχει και μεγάλη διαφορά από τα προηγούμενα. Τα φωνητικά στην πλειοψηφία τους είναι πολύ brutal, οι ταχύτητες ανεβαίνουν και κατεβαίνουν στο άψε σβήσε σε ένα υβρίδιο που μοιράζεται γονίδια περισσότερο από το death metal, τους Cynic και λιγότερο από τους Dream Theater.

Αυτή τη φορά οι Αμερικανοί αποφάσισαν να γυρίσουν πιο πολύ στις ρίζες τους παρά να συνεχίσουν στον ρυθμό των “The Great Misdirect” και “Colors”. Χρησιμοποίησαν την νοοτροπία τους, αλλά ανέβασαν αρκετά τους τόνους, όπως έκαναν στο “Alaska”. Μπορεί να μην είναι ένας ολοκληρωμένος δίσκος, από άποψη διάρκειας, όμως η πληρότητα σε riff, μελωδίες και πολυπλοκότητα αποζημιώνει τον κάθε οπαδό του είδους. Οι μεγαλειώδεις στιγμές όμως δεν είναι τόσο εμφανείς όπως στον προκάτοχό του κι αυτό είναι το μόνο γεγονός για το οποίο το κατατάσσω ένα σκαλί κάτω από τα πολλά που έχουν ανέβει μαζί με το “The Great Misdirect”.

Κείμενο : Βασίλης Μπακογιάννης

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Arms and Sleepers : Nostalgia For the Absolute (Self-released 2011)


Οι Arms and Sleepers αισίως έφτασαν στο 12ο επίσημο άλμπουμ τους και στο πρώτο για το 2011! Αν και το νέο τους άλμπουμ περιέχει 12 τραγούδια πιο πολύ σου δίνει την αίσθηση ενός ΕΡ καθώς πολλά από αυτά έχουν μικρή χρονική διάρκεια, μοιάζοντας με μουσικές ιδέες που απλά έπρεπε να εκφραστούν άμεσα! Η συνταγή και σε αυτή την κυκλοφορία των Arms and Sleepers παραμένει η ίδια. Post-rock ήχος που τρυπώνει στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής και ambient πειραματισμοί που κάνουν την μουσική τους ολοένα και πιο γοητευτική!

Η μουσική τους παραμένει αρκετά σκοτεινή, αλλά όχι σε σημείο που να κουράζει και να θλίβει. Το αντίθετο μάλιστα! Κάθε τραγούδι μοιάζει με μια βατή μα συνάμα πολυσύνθετη διαδικασία, μια διαδικασία εξέλιξης των συναισθημάτων κατά την ακρόαση του.

Το άλμπουμ ξεκινά με το "Crash" το οποίο επιβεβαιώνει το παραπάνω μουσικό μοτίβο με την αργή πιανιστική του μελωδία να σε κατακτά όσο περνούν τα δευτερόλεπτα! Γοητείας συνέχεια με το "Lisbon" με το χαρακτηριστικό idm beat να χτυπά μέσα στο μυαλό του ακροατή! Το "Croixe Rouge" είναι ένα μάλλον αδιάφορο τραγούδι, καθώς δεν διαθέτει αυτό το κάτι που θα το κάνει ελκυστικό. Το "Lovers Arctic" ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των μουσικών ιδεών που έπρεπε να εκφραστούν και κατά τη γνώμη μου ορθότατα εκφράστηκε. Πιάνο και βιολί σε ένα εξαιρετικό συνδυασμό που σε κάνει να νιώθεις λύπη που δεν κρατά περισσότερο. Βλέποντας το τραγούδι "Clayton" αμέσως μου ήρθε στο μυαλό η ταινία "Michael Clayton" για την οποία οι Arms and Sleepers είχαν γράψει κάποια μουσικά μέρη. Λέτε να είναι κάποιο απομεινάρι;

Πόσο μελαγχολικό μπορεί να ακουστεί ένα τραγούδι με αργόσυρτο πιάνο κι έναν παραμορφωμένο βόμβο που θυμίζει το φύσημα του αέρα; Αυτή ακριβώς την απορία σου προκαλεί το "The Dying Animal" αλλά και το "Nova" με το δεύτερο να προδίδει μια πιο κινηματογραφική διάθεση στην δυναμική και την σύνθεσή του. Το "Rondo" δεν ξέρω γιατί, αλλά μου προκάλεσε μια τρομερή ανατριχίλα. Πιάνο που σε κάνει να το λατρεύεις και ένα τραγούδι ιδανικό για ακρόαση με κλειστά μάτια (βασικά κάθε σύνθεση της μπάντας προσφέρεται για τέτοια ακρόαση).Βέβαια όταν έρχεται η ώρα του "Tonight We're Thinking of You" ο ακροατής καθηλώνεται κυριολεκτικά! Ενορχήστρωση που φωνάζει ambient από χιλιόμετρα και ήχος που σε στέλνει κυριολεκτικά στην άβυσσο! Το "The Hidden Sea" είναι ακόμα ένα τραγούδι που δεν μου έκανε το κλικ, αλλά αυτό διόλου με πείραξε καθώς ακολουθούν τα "Quiet Camera" και "Night" που κλείνουν μοναδικά το συγκεκριμένο άλμπουμ. Το πρώτο πολύ μικρό, αλλά τόσο μεστό και το δεύτερο απόλυτα ικανό να σου δημιουργήσει την εικόνα και την αίσθηση αυτού που περιγράφει ο τίτλος του, της νύχτας!

Mε μια γενική ματιά το Nostalgia For the Absolute είναι ένα πλήρες άλμπουμ. Ένα άλμπουμ με αρχή, μέση και τέλος, που δίνει στον ακροατή μια αίσθηση σταδιακής μεταμόρφωσης, του δείχνει το δρόμο μέσα στον κόσμο των συναισθημάτων και τον κάνει να βαδίσει στην λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αποθέωση και την μελαγχολία-απόγνωση! Το Nostalgia For the Absolute είναι ένα άλμπουμ που επιβάλλεται να ακούσει κάποιος!

Κείμενο : Γιώργος Παρδάλης

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Naked on the Vague : Twelve Dark Noons (Sacred Bones 2011)


Για την συγκεκριμένη μπάντα θα πρέπει να ομολογήσω ότι ήμουν παντελώς ανίδεος! Βρήκα την συγκεκριμένη κυκλοφορία σε κάποιο blog και με το που την άκουσα ειλικρινά σοκαρίστηκα! Ποιοι είναι όμως οι Naked on the Vague;

Σχηματίστηκαν το 2006 στο Sydney από τους Lucy Cliche (keys/vox/drum box) και Nightmare Hopkins (guitar/electronics) με μοναδικό τους εφόδιο μερικά μισοχαλασμένα όργανα και μπόλικες ώρες ανάγνωσης σκοτεινής ποίησης. Μόλις τον τελευταίο χρόνο κατάφεραν να έχουν ένα πλήρες Line-up με τις προσθήκες του Nic (bass) και Lachie (drums).

Η μουσική τους είναι μία μίξη post-punk,dark psych και goth ήχων, με κιθαριστικά μέρη βγαλμένα πραγματικά από τον βούρκο και με φωνητικά που δεν είναι βέβαιο ότι θα τα συμπαθήσουν πολλοί καθώς σε πολλά σημεία καταστρέφουν πραγματικά το όποιο ευχάριστο ηχητικό αποτέλεσμα.

Δισκογραφικά το ιδρυτικό δίδυμο έχει να παρουσιάσει μια σειρά από 7" κυκλοφορίες και κασέτες (από το 2007),ενώ σαν πλήρης μπάντα κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ (“Heaps of Nothing”) το 2010.

Το "Twelve Dark Noons" είναι το νέο τους πόνημα, ένα maxi EP 6 τραγουδιών που βγήκε στις αγορές στις 29 Μαρτίου! Αν ανήκετε σε αυτούς που λάτρεψαν τον 80's bat cave ήχο θα πετάξετε από τη χαρά σας ακούγοντας το συγκεκριμένο ΕΡ. Αν δεν είστε τόσο εκπαιδευμένοι μην το τολμήσετε καν!

Στην πρώτη πλευρά της βινυλιακής κυκλοφορίας του ΕΡ (ναι έσπευσα να την αγοράσω) συναντάμε τα "The Gift","Clock of 12's" και "Happy Endings". Άβυσσος και έρεβος και στα τρία, με μελωδίες σχιζοφρενικές, φωνητικά που δοκιμάζουν τα όρια του ακροατή (χωρίς να είναι άσχημα και το τονίζω αυτό) και ανατέλλον τρόμος σε κάθε νότα! Από αυτή την ειλικρινά τρομακτική τριάδα ξεχωρίζει σίγουρα το Clock of 12's που είναι ίσως οι πιο δομημένη σύνθεση της μπάντας. Για όσους το συγκρότημα των Parálisis Permanente είναι γνωστό ο ήχος θα τους φέρει κάτι από αυτούς στο μυαλό!

Δεύτερη πλευρά και αν κάποιος νομίζει ότι κάτι άλλαξε είναι πραγματικά γελασμένος! Το σκοτάδι γίνεται ολοένα και πιο βαθύ και η ακρόαση αυτής της κυκλοφορίας αρχίζει να γίνεται άβολη, κυρίως λόγω του πεσιμισμού που σου προκαλεί με χαρακτηριστική ευκολία μάλιστα! Τραγούδια όπως τα "Dissatisfaction" και "Fridge" σίγουρα δεν προσφέρονται για ανθρώπους που έχουν αυτοκτονικές τάσεις ενώ το High Noon που κλείνει το ΕΡ μοιάζει με πραγματικό καθαρτήριο (άλλη μια εξαιρετική σύνθεση πρέπει να πω)!

Γενική εικόνα; Καλή στο κομμάτι των συνθέσεων, εξαιρετική στο κομμάτι του μαγνητισμού και της γοητείας που ασκεί μια τέτοια κυκλοφορία πάνω στον ακροατή. Θεωρώ βέβαιο πως η μπάντα έχει εντρυφήσει πάνω στα σκοτεινότερα των συγκροτημάτων της δεκαετίας του '80,ενώ σίγουρα είναι λάτρεις του Horror κινηματογράφου (εδώ θα πρέπει να πω ότι το ΕΡ είναι ουσιαστικά το μουσικό θέμα της ομότιτλης ταινίας τους που κυκλοφόρησε στις 21 Απριλίου και ουσιαστικά είναι μια ψυχεδελική αναπαράσταση της αποκάλυψης σε 12 κεφάλαια). Άκρως ενδιαφέρουσα μπάντα με μπόλικο υλικό για να ψαχτεί κάποιος. Για μυημένους και σκοτεινούς τύπους!

Κείμενο : Γιώργος Παρδάλης

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Uh Huh Her : Black and Blue ΕΡ (Topspin 2011)


To ότι οι Uh Huh Her είναι μπαντάρα δε νομίζω να το αμφισβητεί κανείς! Σίγουρα το γεγονός ότι κάθε φορά καταφέρνουν να κάνουν ένα βήμα ακόμα ψηλότερα δε νομίζω πως μπορεί κάποιος να μην το υποστηρίζει. Και αυτή τη φορά λοιπόν το Καλιφορνέζικο ντουέτο έβγαλε στην αγορά κάτι που σας το λέω εξαρχής είναι σχεδόν αδύνατο να μην θες να το αγοράσεις!

Οι δύο πανέμορφες κοπέλες σκέφτηκαν ότι ο καιρός είναι πολύς μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, οπότε και θα κυκλοφορήσει το πολυαναμενόμενο άλμπουμ τους Nocturnes,και μας προσφέρουν ένα ΕΡ με έξι ολοκαίνουρια τραγούδια που ειλικρινά θα δυσκολεύσουν και τον πιο απαιτητικό στο να αποφασίσει πιο είναι το καλύτερο. Με μουσική που ακροβατεί ανάμεσα στο electro-rock,τον lo-fi ήχο και το synth based new wave καταφέρνουν να βάλουν πλατιά τη σφραγίδα τους σε μια σειρά από εξαιρετικά νέα τραγούδια!

Όταν μια κυκλοφορία ξεκινά με ένα τραγούδι όπως το Black and Blue είναι βέβαιο ότι ο τυχερός ακροατής θα έχει ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. ένα τραγούδι που αποπνέει φρεσκάδα, ένα τραγούδι που σε κάνει να θες να χορέψεις στο ρυθμό του! Εξαιρετική μελωδία, πραγματικό ξεσήκωμα και η συνέχεια που ακολουθεί είναι καλύτερη! Συνέχεια που έρχεται με το Never the Same,ένα τραγούδι μελαγχολικό μεν, εξαιρετικό δε. Indie μελωδία και διπλά αιθέρια φωνητικά σε κρατούν σε εγρήγορση! Μελαγχολίας συνέχεια και στο I've Had Enough,αλλά το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Έχεις ήδη χαθεί στη γοητεία που εκπέμπει η κάθε νότα αυτού του ΕΡ και θες κι άλλο!

Το Philosopy έρχεται για να σε παρασύρει και πάλι σε χορευτικούς ρυθμούς. Εξαιρετική synth-pop σύνθεση και η μαγεία συνεχίζεται! Fascination και το αποτέλεσμα είναι όντως fascinating. Μελωδία σε πιο chill ρυθμούς, φωνητικά που ξεχειλίζουν από αισθησιασμό και το χαλί στρώνεται για το μεγάλο φινάλε! Φινάλε που έρχεται με το No Sacrifice,ένα καθαρά συναυλιακό τραγούδι καθαρού electro-rock που σε κάνει να χάνεσαι στη μελωδία του! Ξαφνικά οι νότες τελειώνουν και πιάνεις τον εαυτό σου να θέλει κι άλλο! Κι έτσι πρέπει!

Όποιος ακούσει το συγκεκριμένο ΕΡ δε νομίζω να πει ότι βρίσκει κάποιο ψεγάδι! Εξαιρετικό σε όλα σε σημείο μάλιστα που σε κάνει να αναρωτιέσαι "αν το πρώτο πιάτο της επερχόμενης κυκλοφορίας τους ήταν τόσο καλό, άραγε το "Nocturnes" θα αγγίζει το τέλειο;" . Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα δυστυχώς θα αργήσουμε να την πάρουμε, προς το παρόν όμως μένουμε με την απόλαυση που μας χαρίζει αυτή η απίστευτη κυκλοφορία!

Κείμενο : Γιώργος Παρδάλης

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Zoroaster : Matador (SPV)


Ο Ζωροάστρης ήταν ένας αρχαίος Πέρσης φιλόσοφος και ιδρυτής του ζωροαστρισμού, μιας θρησκείας από τις ελάχιστες που μετρούν πάνω από 2600 χρόνια ζωής. Zoroaster είναι επίσης η ονομασία ενός συγκροτήματος από τις Η.Π.Α., που μπορεί να μην είναι αρχαίο, είναι όμως αρκετά παραγωγικό με 4 δίσκους από το 2005. Η μουσική τους ταυτότητα χαρακτηρίζεται κυρίως από το βρώμικο stoner που έκανε γνωστούς τους Kyuss, αν και οι ίδιοι προτιμούν τον όρο heavy doom.

Η τέταρτη δισκογραφική τους δουλειά, “Matador” κυμαίνεται στο ίδιο ύφος και με τα 45 λεπτά του ετοιμάζει τον ακροατή για ένα ταξίδι μέσα από την βαριά ψυχεδέλεια και τους αλλόκοτους ήχους του, που αποπνέουν έντονα δεκαετία του ’70, αν και το εξώφυλλο τείνει περισσότερο σε σημερινό metal. Εννέα κομμάτια που παρουσιάζουν αντιλήψεις και επιρροές ικανές να πείσουν πως τα τρία μέλη της μπάντας είχαν πέσει κάποτε στο καζάνι με τα παραισθησιογόνα και πότισαν ακόμη και οι νότες τους. Ίσως να υπερβάλλω λίγο. Μάλλον μόνο στα έξι από τα εννέα γίνεται αυτό.

Πάντα υπήρχαν δυνατά τραγούδια στην ιστορία των Αμερικανών, όπως το “Trident” που μου θύμισε το “Gimme Shelter” των Rolling Stones, σε μια πιο τραχιά εκδοχή βέβαια, αλλά αυτό που κρατά τα σκήπτρα της δυναμικής όλων, πιστεύω είναι το “Black Hole”. Μια σύνθεση που ταιριάζει απόλυτα ως ηχητικό περιτύλιγμα στην πιο αδηφάγα δύναμη του σύμπαντος, μια μαύρη τρύπα. Καταιγιστικά τύμπανα σε συνδυασμό με ένα στομφώδες και σκοτεινό riff, φτιαγμένο για να ρουφήξει τους ακροατές στη δίνη που καταπίνει άστρα και πλανήτες.

Το νόμισμα όμως έχει δύο μεριές και αν υπήρχε μεγάλη πλευρά αυτή θα ανήκε στην ψυχεδέλεια, που εκπέμπει το “Matador”. Αυτή είναι που δίνει το κύριο χαρακτηριστικό και θα κρατήσει τους οπαδούς του είδους σφιχτά κοντά του. Η ιδιομορφία και η φύση αυτής της τάσης δεν έχουν να κάνουν τόσο με την μελωδία που θα βγάλει ένα όργανο, αλλά πιο πολύ με τον τρόπο και την αποτελεσματικότητα του συγκροτήματος στο να εξωτερικεύσει την ζάλη και το υπερφυσικό – μεταφυσικό ταξίδι μιας τέτοιας κατάστασης. Τα επίπεδα φωνητικά που οδεύουν μαζί με την κιθάρα, δίνουν νότες που κρατούν διψήφιο αριθμό δευτερολέπτων και σιγά-σιγά αλλάζουν από φωτεινές σε μουντές κι αντίστροφα. Άλλες συγχορδίες αναπαράγουν το χαρακτηριστικό βουητό και το συνδυάζουν με τη φωνή και τα σόλο σε μια ολοκληρωμένη μετάδοση του κλίματος του άλμπουμ. Ένα κλίμα που μου έφερε στο νου μια σπειροειδή πορεία μέσα στο αχανές διάστημα και την ψυχική αναζήτηση, όπως θα έκανε κάποιος οπαδός του ζωροαστρισμού, ο οποίος είναι συγγενικός με τον ιδιαίτερα ψυχεδελικό ινδουισμό, για να καταλάβετε το πόσο ταιριάζει το όνομα στην μπάντα.

Άλλοτε τελετουργικοί όπως στο “Old World”, όπου το τραγούδι των Fiore και Anderson θυμίζει ψαλμωδία και τα τύμπανα να συνοδεύουν μια εμβατηριακή ωδή σε ένα πνευματικό ταξίδι κι άλλοτε απλώς ροκάρουν σε stoner ύφος, κρατώντας πάντα τα στοιχεία τους ανέπαφα από την όποια διάθεση. Καταπληκτικό το ομώνυμο, το οποίο κλείνει ιδανικά τον δίσκο με μια σεμιναριακή εκτέλεση πολλών ψυχοτρόπων ουσιών.

Το “Matador” είναι ένα άλμπουμ που καταφέρνει απλά πράγματα. Δίνει κάποιες καλές μελωδίες εν μέσω παραμορφωμένων εγχόρδων από τη μία, ενώ ταξιδεύει πνευματικά σε κόσμους αρχαίους και μακρινούς από την άλλη. Ο ακροατής βέβαια θα πρέπει να είναι υποψιασμένος, διαφορετικά θα καταλήξει να πνίγεται από την “κάπνα” που αποπνέεται. Αν καταφέρει και φτάσει στο ίδιο μήκος κύματος με τους Zoroaster, θα ταξιδέψει κι αυτός μαζί τους.

Κείμενο : Βασίλης Μπακογιάννης

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Crystal Stilts : In Love With Oblivion (Slumberland 2011)


Το 2008 αυτή η απίστευτη μπάντα από το Brooklyn κατάφερε να δημιουργήσει αίσθηση στη μουσική κοινότητα με το ντεμπούτο της "Αlight of Night". Όλη η ψυχεδέλεια των 60's συνδυασμένη με την σκοτεινή ατμόσφαιρα του new wave των 80's είχε αποτυπωθεί σε ένα και μόνο άλμπουμ και αυτό με τίποτα δεν μπορούσε να περάσει αδιάφορο. Πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια και οι Crystal Stilts επιστρέφουν δισκογραφικά με ένα άλμπουμ που έρχεται να συνεχίσει το έργο του προκατόχου του, πηγαίνοντας μάλιστα τον ήχο τους ένα βήμα παραπέρα (πράγμα που οφείλεται κυρίως στην σαφέστατα πιο βελτιωμένη παραγωγή του άλμπουμ).

Το άλμπουμ ανοίγει με το "Sycamore Tree". Ο διαπεραστικός ήχος της farfissa συνοδεύει τις βαριές κιθαριστικές μελωδίες την ίδια στιγμή που ο τραγουδιστής Brad Hargett ακούγεται σαν βάρδος μιας άλλης εποχής. Συνέχεια με το "Through the Floor" το οποίο μου έφερε αμέσως στο μυαλό τις μπάντες του Αμερικάνικου surf της δεκαετίας του '60. Fuzzy ήχοι και όχι ιδιαίτερα περίπλοκες μελωδίες συνθέτουν ένα αποτέλεσμα το οποίο δυστυχώς δεν πετυχαίνει να κινήσει το ενδιαφέρον του ακροατή. Κάτι τέτοιο όμως πετυχαίνει το "Silver Sun" που ακολουθεί. Ψυχεδελική rock στην καλύτερη έκφανση της και ένα τραγούδι που σε παρασύρει! Στο ίδιο ψυχεδελικό μοτίβο και το "Alien Rivers" που θυμίζει έντονα τον ήχο που αναπτύχθηκε στην Καλιφόρνια του LSD και της κάνναβης την δεκαετία του '60.Το "Half a Moon" με το εξαιρετικό lead κιθαριστικό κομμάτι του είναι ένα τραγούδι που μας μεταφέρει στο κλίμα του πρώιμου rock ήχου των αρχών της δεκαετίας του '50.Στο "Flying Into the Sun" μεταφερόμαστε στην ραδιοφωνική pop των 60's σε ένα τραγούδι που είτε σου αρέσει είτε σου είναι παντελώς αδιάφορο.

Καθόλου αδιάφορο όμως δε σε αφήνει το "Shake the Shackles",το οποίο δίχως υπερβολή είναι το καλύτερο τραγούδι αυτής της κυκλοφορίας. Γρήγορος ρυθμός, εξαιρετική μελωδία κι ένας Hargett που δίνει ένα πραγματικό ερμηνευτικό ρεσιτάλ (αν και πολύ θα υποστηρίξουν πως περισσότερο μουρμουρίζει παρά τραγουδά).Το "Precarious Stair" αν εξαιρέσουμε τα φωνητικά θα πίστευε κάποιος πως είναι κάποιο τραγούδι των Beach Boys. Όμορφο, αν και γλυκανάλατο, σίγουρα ξυπνά αναμνήσεις. Συνέχεια με το "Invisible City" όπου 60's και 80's περιπλέκονται σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον που αν το μελετήσει κάποιος και στιχουργικά καταλαβαίνει καλύτερα τι σκοτάδι πραγματικά κρύβει. Στην προτελευταία στροφή αυτού του άλμπουμ συναντάμε ένα ακόμα διαμάντι. Το "Blood Barons" ξεπηδά απευθείας από τα Τεξανικά ψυχεδελικά 60's και σε παρασέρνει απευθείας στο ρυθμό του. Γρήγορος ρυθμός, και ο ήχος της farfissa στο background σε ταξιδεύουν με κάθε πιθανή και απίθανη έννοια. Σε κάνει πραγματικά να αναρωτιέσαι αν ο Hargett είναι κάποια μετενσάρκωση του μακαρίτη του Morrison (πόσο ιερόσυλο ακούστηκε αυτό;).Το άλμπουμ κλείνει με το "Prometheus at Large" ένα εκπληκτικό τραγούδι το οποίο όμως κατάφερε να με μπερδέψει. Ενώ έχει διάχυτη την αλήτικη garage διάθεση έχει αυτό το διαολεμένο πιανιστικό μέρος σε όλη τη διάρκεια του που με παραξενεύει. Εφιαλτικό, δυναμικό και σίγουρα μέσα στις λαμπρές στιγμές αυτής της κυκλοφορίας παρόλα αυτά!

Οι Crystal Stilts δεν έχουν κρύψει ποτέ τις επιρροές του και για μια ακόμα φορά τις επιδεικνύουν υπερήφανα. Καταφέρνουν και πάλι να κυκλοφορήσουν ένα καλοδομημένο άλμπουμ που ενώ έχει δουλευτεί φανερά πολύ ακούγεται ωμό και πρωτόγονο (η lo-fi παραγωγή βοηθά τα μέγιστα). Έχουν τρομερό ταλέντο και μοιάζουν αν μην τους ενδιαφέρει το πως θα τους αξιολογήσει η μουσική βιομηχανία. Ροκάρουν με τον τρόπο που γουστάρουν και σίγουρα έχουν δημιουργήσει ένα φανατικό πυρήνα οπαδών. Το "In Love With Oblivion" αν και βουτηγμένο στο σκοτάδι καταφέρνει να φανερώσει το υπέρλαμπρο φως μιας χαρισματικής μπάντας! Αξίζει με τα χίλια να αφιερώσει κανείς χρόνο στο να ακούσει αυτό το απίστευτο άλμπουμ!

Κείμενο : Γιώργος Παρδάλης