Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Intronaut - Valley Of Smoke

Η μεταφορά μιας ηχητικής πληροφορίας συνήθως πρέπει να γίνεται κάτω από βασικές προϋποθέσεις. Ή τουλάχιστον έτσι γίνεται, και κυρίως όταν έχουμε να κάνουμε με την πληροφορία που αφορά σε μουσική δουλειά από γνωστό καλλιτέχνη ή ομάδα καλλιτεχνών. Και αυτό πρέπει να μεταφερθεί σε μια ευρεία μάζα ακροατών, υποστηρικτών, πιστών μιας μουσικής ιδέας που έχει εδραιωθεί με το πέρασμα των καιρών. Όλοι έχουμε μια ξεχωριστή γνώμη για τι ακούστηκε ανά πάσα στιγμή, και όλοι νιώθουμε σαν δικό μας κομμάτι μια μουσική που μας άγγιξε και μας συντρόφεψε για πολλά χρόνια. Αλλά αυτό μας φέρνει πολλές φορές στη θέση να γινόμαστε κέρβεροι, εναντιωμένοι σε διαφορετικές και αντίθετες γνώμες που «αδικούν» τις δικές μας εμπειρίες της μουσικής «μας». Διαφορετικές προσεγγίσεις,  με κοινή γραμμή όμως σε βασικά που αφορούν ρυθμούς, ήχους, συναισθήματα. (π.χ. είναι σκληρός ο ήχος, είναι γρήγορη μουσική, μου βγάζει κατάθλιψη κλπ). Δυσκολευόμαστε πολλές φορές να συμφωνήσουμε σε θέματα που έχουν να κάνουν με το τι μας θυμίζει αυτό που ακούσαμε. Σε ποια άλλη μπάντα μοιάζει ο τρόπος παιξίματος; Είναι καλύτερη η δουλειά αυτή από την προηγούμενή τους; Και αυτό είναι φυσικό. Γιατί απλούστατα ο καθένας μας έχει διαφορετικές ακουστικές εμπειρίες και η μουσική, αυτό το απερίγραπτο και δυσθεώρητο μέσο, «βαρά» στην ψυχή τον καθένα μας ξεχωριστά. Πολύ διαφορετικά από ένα οπτικό ερέθισμα. Πολύ διαφορετικά από αντικειμενικές αξίες. Εξηγώ: Έχουμε μια καινούρια κυκλοφορία και θέλοντας να  περιγράψουμε τι ακούσαμε προσπαθούμε να το παρομοιάσουμε με μια άλλη μπάντα π.χ. Το παίξιμό τους μοιάζει με “Fosa Comun” (λέω εγώ τώρα)  ή να το εντάξουμε σε ένα στυλ  Stoner, Sludge, Industrial, Nu-metal .  Με αυτόν τον τρόπο οδηγούμε τον αναγνώστη να καταλάβει περίπου για το τι μιλάμε. Οκ… τι γίνεται όμως όταν ακόμα και αν το ίδιο το συγκρότημα εντάσσει τη μουσική του κάπου, αυτό δεν βοηθάει;
Για αυτό, νιώθω μια ανάγκη να περιγράψω αυτό που πήρα ΕΓΩ με αυτό που άκουσα από τους αμερικανούς Intronaut με το “Valley Of Smoke” και να το μεταφέρω από μια σκέψη που δρα αποκλειστικά για αυτό το album, χωρίς μεταφορές σε άλλες μπάντες και συγκρίσεις.
 
Η μουσική των Intronaut λοιπόν δεν εντάσσεται κάπου (νομίζω). Η γλώσσα που χρησιμοποιούν στην τελευταία τους δουλειά είναι περισσότερο ανάμεικτη, που σαν βασικό χαραχτήρα έχει μια Jazz άγρια, που μεταλλάχθηκε προοδευτικά σε επιθετικό ύφος και έδωσε δύναμη σε μπάσο και drums. Αυτά τα δυο όργανα είναι που παίζουν δυνατότερα σε όλο το σύνολο των 8+1 κομματιών χωρίς να κόβουν όμως τον δρόμο για τις κιθάρες των Sacha Dunable και Dave Timnick . Μιας και οι Intronaut εντάσσουν την μουσική τους στο post-metal, μένουν κατά μια έννοια πιστοί σε αυτό, και ακολουθούν μια τακτική ατμοσφαιρικών συνθέσεων με παραμορφωμένες κιθάρες και με λιγότερη έμφαση στα φωνητικά χωρίς όμως να τα εκμηδενίζουν. Θα παρατηρηθεί και κάποια επανάληψη μερικές φορές, σε μοτίβα. Η γνωστή επιμονή που μόνο να σε παρασύρει ευχάριστα μπορεί και όχι να σε κουράσει αφού εδώ γίνεται για πολύ λίγο.
 
Με το πρώτο κομμάτι το “Elegy” ο δίσκος μπαίνει με τις δυο κιθάρες σε αρμονική συνύπαρξη και ένα μπάσο που χώνεται μόνο του σε σημεία, για να δώσει το δικό του ρυθμό.
Κοινό χαρακτηριστικό για όλα τα κομμάτια είναι η πολυπλοκότητα στη μελωδία που χωρίζει το κάθε κομμάτι σε πολλά μέρη. Αυτό είναι το καλό. Φωνητικά υπάρχουν άλλοτε με σκληρή μορφή και άλλοτε με πιο καθαρή, «σκορπισμένοι» ρόλοι σε πολλά σημεία. Αξίζει να ειπωθεί ότι έχει γίνει καλή δουλειά και στην παραγωγή.
 
Με το “Above” και το δεύτερο κατά σειρά τραγούδι ακούμε και για πρώτη φορά από τα drums και την διπλή μπότα που δεν κουράζει κάνοντας την εμφάνιση της σαν ήχος σε λίγα μόλις μέρη. Πολλές εναλλαγές σε ταχύτητες. Η επιρροή της Τζαζ γίνεται αισθητή και δεν αφήνει περιθώρια για πολλούς συλλογισμούς. Ανεξάρτητα αν πολλοί  συνδέουν την κιθάρα τους με την κιθάρα τον Rush  ή και τον Tool πώς μπορείς να κρίνεις  την μουσική τους από ένα όργανο; Σε εμένα πάλι το γενικό παίξιμό τους με πάει κάπου σε Burst ή κάτι σε Ocean, αλλά να, που και πάλι μπορείς να πέσεις στην ίδια παγίδα με συγκρίσεις.
 
Ηλεκτρονικές προσθήκες θα ακουστούν σε εισαγωγές σε κομμάτια όπως το προαναφερθέν (Above) το “Miasma”, “Below”, “Past Tense”.
Μεγάλη εντύπωση κάνει το ομώνυμο ορχηστρικό “Valley Of Smoke όπου εκεί σε κάποιο σημείο θα «τοποθετηθεί» κάπου και μια Ινδική Τάμπλα.
Υπάρχουν άσχημα στο δίσκο; Ίσως για κάποιους που θέλουν κάτι πιο σκοτεινό, ή για κάποιος που δεν τους αρέσουν οι πολλές εναλλαγές στην ταχύτητα. Οι Intronaut εδώ παρουσιάζουν μια καλή δουλειά και αυτό πρέπει να τους αναγνωριστεί. Όχι μόνο από τον λάτρη του progressive post,rock- metal  ή απλά rock. Μια  δουλεία που εμένα πάντως με τράβηξε. Και με φέρνει λίγο πιο κοντά σε αυτά που πιο πριν δεν ήθελα να πλησιάσω δηλ. όλοι θεωρούμε ότι η Τζαζ είναι μια αφορμή για την δημιουργία πολλών χρυσών metal δίσκων μιας και επηρέασε, λίγοι όμως είναι αυτοί που  την ακούνε. Ε, λοιπόν κάποιοι σαν τους Intronaut νομίζω ότι είναι ένας συνδετικός κρίκος.
 
Στο “Valley Of Smoke” εκτός των άλλων, για όσους δεν αρκούνται στην κατανάλωση των δίσκων μόνο με την αίσθηση της ακοής, θα πρέπει να σημειώσουμε και την θετική συμβολή στο αισθητικό μέρος του δίσκου, από τον μεγάλο καλλιτέχνη Illustrator, και frontman των “Baroness” John Dyer Baizley.
 
Στην ερώτηση για το αν άξιζαν το κόπο οι τόσες πολλές λέξεις και εξηγήσεις που γίνονται σε αυτήν την κριτική, η απάντηση δεν δίνεται. Απλά ακούστε το άλμπουμ…
 
 
Κείμενο: Θανάσης Καμπάνης