
Ένα τέτοιο “συγκροτηματάκι” είναι και οι Long Distance Calling, οι οποίοι δεν είναι καινούριοι στην πιάτσα, όμως δεν είχαν ποτέ μεγάλη απήχηση στο ευρύ κοινό. Μετά από ένα demo, ένα ΕΡ και δύο full length δίσκους μέσα στην περασμένη δεκαετία, ήρθε η ώρα για την τρίτη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά που φέρει σαν τίτλο το όνομά τους.
Η γερμανική πεντάδα από το Ανόβερο βέβαια δεν περιορίζεται στους μινιμαλισμούς που έχει συνηθίσει το ακροατήριο του post rock, όπως γίνεται στις πιο γνωστές μπάντες του είδους (This Will Destroy You, God Is An Astronaut ή ακόμη και Mogwai) αλλά κατά κύριο λόγο το μπλέκει με progressive νοοτροπία που ουσιαστικά χαρακτηρίζει όλη την instrumental προσέγγισή τους.
Έτσι και στο τελευταίο άλμπουμ, όπου αυτοχαρακτηρίζονται ως organic instrumental rock, η άποψη που έχουν δημιουργήσει γύρω από αυτό παραμένει το ίδιο προοδευτική, φανερώνοντάς το από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα του πρώτου κομματιού “Into The Black Wide Open”, όπου οι νότες στα drums θυμίζουν λίγο από fusion, για να μπει στη συνέχεια το εναρκτήριο riff. Πολυπλοκότητα και τεχνική κατάρτιση είναι ίσως τα δύο χαρακτηριστικά που οδηγούν τον ήχο πολύ πέρα από το post rock και τον καταλήγουν περισσότερο progressive με την γενική έννοια του όρου. Ποικίλες επιρροές ξεπηδούν δεξιά κι αριστερά, όπως στο “The Figrin D’an Boogie”, όπου μια blues μελωδία δίνει έναν άλλο τόνο στο τραγούδι, κάτι που γίνεται και στο “Timebends” αλλά σε μικρότερο βαθμό, ακολουθούμενο από κλασικά progressive slap στο μπάσο, κάνοντας τον κάθε οπαδό αυτής της σκηνής να σηκώσει με νόημα το φρύδι. Νοσταλγικές μελωδίες – σήμα κατατεθέν του post – βρίσκονται διάσπαρτες σε όλα τα κομμάτια προσφέροντας το συναίσθημα που θέλουν αυτοί που κατατάσσουν τη μπάντα στο συγκεκριμένο χώρο. Τα κιθαριστικά ξεσπάσματα, τα οποία είναι πολλά, δεν γίνονται με την απροειδοποίητη επίθεση που εξαπολύουν πολλοί και που φανερώνει έναν απύθμενο θυμό, όπως στα post metal σχήματα, αλλά με μια προσέγγιση κλασικής ροκιάς που κάνει τον αυχένα να θέλει να κινηθεί σε όλο το εύρος του.
Έτσι και στο τελευταίο άλμπουμ, όπου αυτοχαρακτηρίζονται ως organic instrumental rock, η άποψη που έχουν δημιουργήσει γύρω από αυτό παραμένει το ίδιο προοδευτική, φανερώνοντάς το από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα του πρώτου κομματιού “Into The Black Wide Open”, όπου οι νότες στα drums θυμίζουν λίγο από fusion, για να μπει στη συνέχεια το εναρκτήριο riff. Πολυπλοκότητα και τεχνική κατάρτιση είναι ίσως τα δύο χαρακτηριστικά που οδηγούν τον ήχο πολύ πέρα από το post rock και τον καταλήγουν περισσότερο progressive με την γενική έννοια του όρου. Ποικίλες επιρροές ξεπηδούν δεξιά κι αριστερά, όπως στο “The Figrin D’an Boogie”, όπου μια blues μελωδία δίνει έναν άλλο τόνο στο τραγούδι, κάτι που γίνεται και στο “Timebends” αλλά σε μικρότερο βαθμό, ακολουθούμενο από κλασικά progressive slap στο μπάσο, κάνοντας τον κάθε οπαδό αυτής της σκηνής να σηκώσει με νόημα το φρύδι. Νοσταλγικές μελωδίες – σήμα κατατεθέν του post – βρίσκονται διάσπαρτες σε όλα τα κομμάτια προσφέροντας το συναίσθημα που θέλουν αυτοί που κατατάσσουν τη μπάντα στο συγκεκριμένο χώρο. Τα κιθαριστικά ξεσπάσματα, τα οποία είναι πολλά, δεν γίνονται με την απροειδοποίητη επίθεση που εξαπολύουν πολλοί και που φανερώνει έναν απύθμενο θυμό, όπως στα post metal σχήματα, αλλά με μια προσέγγιση κλασικής ροκιάς που κάνει τον αυχένα να θέλει να κινηθεί σε όλο το εύρος του.
Ιδιαίτερο τραγούδι το “Middleville”, με εξαιρετικά guest φωνητικά από τον John Bush των Armored Saint (και παλιότερα των Anthrax), καθώς αποτελεί την πιο κλασική σύνθεση του δίσκου, γεγονός που θα ευχαριστήσει τους πιο παραδοσιακούς του χώρου, αναδεικνύοντας έτσι την ικανότητα των Γερμανών να προσαρμόζονται ανάλογα με τις απαιτήσεις του κάθε κομματιού.
Εξαιρετικό όλο το πακέτο που συνοδεύει το “LDC” με ένα αρκετά όμορφο εξώφυλλο κι ακόμη πιο εντυπωσιακά σχέδια στο εσωτερικό, των οποίων την ιδέα έχουν συλλάβει οι ίδιοι και κινείται στην διχρωμία του άσπρου με μαύρο, όπως παλιότερα έκαναν με το κόκκινο.
Επίσης εξαιρετικό είναι το bonus disc, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στην special edition και αποτελείται από ένα live setlist συναυλίας τους, στην οποία γέλασα απίστευτα, όταν λίγο πριν μπει το επικό “I Know You, Stanley Milgram!” μέγιστος Έλληνας οπαδός που είχε βρεθεί στην χώρα που έπαιζαν, ρώτησε με την γνωστή προφορά και άγρια φωνή του “γουέν γουίλ γιου καμ το Γκριιιιιιις?!” για να πάρει την απορημένη απάντηση ενός μέλους της μπάντας “huh?”. Θεωρώντας πως δεν κατάλαβε καλά, αποσαφήνισε την προηγούμενη ερώτησή του με τον αποστομωτικό εξής τρόπο: “γουέν γουίλ γιου καμ το Γκρις ΡΕ?!;”
Οι Long Distance Calling με την τρίτη δουλειά τους δίνουν ένα εκπληκτικό και ολοκληρωμένο άλμπουμ που δεν θα περάσει απαρατήρητο από όσους τρέφουν συμπάθεια στο rock γενικότερα. Για τους progressiveαδες όμως, θα αποτελέσει κάτι παραπάνω και για να το περιγράψω σκέφτηκα να παραφράσω ένα απόφθεγμα από το στρατό: “οι Γερμανοί είναι φίλοι μας και θέλουν το καλό μας, στο στερεοφωνικό μας μπαίνουνε και παίρνουν το μυαλό μας”.
Κείμενο: Βασίλης Μπακογιάννης