Αυτή την ικανότητα – χάρισμα – κατάρα – υπερδύναμη σκέφτηκαν κάποιοι Γερμανοί κι ονόμασαν το συγκρότημά τους “War from a harlot’s mouth” που σημαίνει “πόλεμος από το στόμα μιας παλιογύναικας (του δρόμου κτλ)”, τίτλος που αν κι εκφράζει έντονα στοιχεία μισογυνισμού, εμπεριέχει μια μικρή δόση αλήθειας. Απλά σκεφτείτε πόσες φορές έχετε ακούσει το “μην σε πιάσει στο στόμα της αυτή” και πιστεύω πιάνετε το νόημα.
Όλα τα παραπάνω αν μετατραπούν σε μουσική, μέσα από την ματιά μιας μπάντας τεχνικού metalcore φέρνουν ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα για τους οπαδούς της συγκεκριμένης σκηνής. Η προηγούμενη δισκογραφική τους δουλειά, “In Shoals” αποτέλεσε έναν δίσκο που ισορροπούσε μεταξύ metalcore και math, αλλά δεν έμενε μόνο εκεί. Διέθετε ένα σκοτεινό χρώμα πάνω από όλα τα κομμάτια που βασιζόταν σε death αντιμετώπιση, λίγα post διαλείμματα, αλλά και πολλά jazz σημεία διασκορπισμένα ανά διαστήματα, ως καταπραϋντικά των βασικών riff, καθιστώντας το εξαιρετικό, για το είδος του.
Ακολούθησε ένα split μαζί με τους Burning Skies, μέσα στο 2010, ως προπομπός του νέου τους άλμπουμ “MMX”. Οφείλω να ομολογήσω πως το περίμενα ανυπόμονα καθώς όλα τα σκεπτόμενα συγκροτήματα οφείλουν να εξελίσσουν τον ήχο τους, με τα χρόνια και βάσει του “In Shoals” ήλπιζα σε κάτι ιδιαίτερο.
Η προσέγγιση στη νέα δουλειά έχει ουσιαστικά παραμείνει η ίδια, έχοντας ωστόσο να επιδείξουν κάποιες αλλαγές στο τελικό αποτέλεσμα. Η πολυπλοκότητα είναι ένα βασικό στοιχείο, όπως όμως και το “ξερό” παίξιμο, που από ένα σημείο και μετά κουράζει, κυρίως με τα riff που αποτελούνται από μια συγχορδία που απλώς επαναλαμβάνεται ανά άτακτα χρονικά διαστήματα, δημιουργώντας μια μουσική φράση. Είναι ένα γενικό γνώρισμα πολλών, που (πιστεύω) πέφτουν σε μια παγίδα προσπαθώντας να δώσουν επιθετικότητα, χάνοντας όμως σε μελωδία.
Από την άλλη πάντως, οι ιδέες πέφτουν βροχή. Στα τρία πρώτα τραγούδια, η μπάντα εξαπολύει έναν ορυμαγδό από blast beats σε ένα καταπληκτικό σκοτεινό φόντο που στήνουν τα έγχορδα κι άλλοτε σε αργούς κι ασήκωτους συνδυασμούς, που μπορεί να διακόπτονται από εκείνα τα ελαφρώς αδιάφορα riff ή από κάποια jazz ιντερλούδια.
Φαίνεται πως οι νέες γενιές μουσικών, όποιο κι αν είναι το πεδίο στο οποίο δραστηριοποιούνται, διαθέτουν αξιοπρόσεκτη παιδεία, η οποία εδώ ξεπροβάλλει μέσα από τον τρόπο που αναπτύσσουν τα έστω λίγα, jazz στοιχεία τους.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό που δεν υπήρχε πίσω στο “In Shoals” είναι η παραγωγή, η οποία θυμίζει έντονα Meshuggah, σε κιθάρες και μπάσο με εκείνον τον υπερβολικά μπάσο τόνο.
Φτάνοντας στο τέταρτο κομμάτι, “Sleep Is The Brother Of Death”, βλέπουμε μια άλλη πτυχή τους, με ένα προσωπικό post ύφος κι ένα μεγαλειώδες riff, που το τερματίζουν μόλις σε ενάμισι λεπτό, αφήνοντας με απογοήτευση μια απορία για το λόγο που περιόρισαν μια τέτοια ιδέα σε τόσο λίγο χρόνο. Η συνέχεια όπως και στα τρία πρώτα, με το “Cancer Man” (ναι, αυτόν από τα X-Files) να παραπέμπει πολύ σε Meshuggah και το επόμενο “c.g.b. Spender” να ρίχνει κεραυνούς με ταχύτατα drums, να κόβει για να γίνει progressive, μετά groovy κτλ, κρατώντας και μια στιχομυθία μεταξύ του πράκτορα Mulder και του Cancer Man (πολύ X-Files έπεσε). To “Sugarcoat” θύμισε αρκετά τις jazz δουλειές του Alex Skolnick, κάτι που μόνο math και λίγες progressive μπάντες κάνουν καλά, αν και άσχετο με το όλο κλίμα του “MMX”, αποφορτίζοντας μάλλον την ατμόσφαιρα για το κλείσιμό του, το οποίο κινείται στο ίδιο ύφος με τα προηγούμενα.
Είναι όντως ιδιάζουσα περίπτωση οι War From A Harlots Mouth και μάλλον τους αρέσει να κρατούν αυτόν τον όρο. Η μουσική τους μπορεί να είναι άγαρμπα δύσκολη στην παρακολούθηση, αλλά είναι και γεμάτη ιδέες που θα μπορούσαν να απογειώσουν την αναγνωρισιμότητά τους πέρα από μια περιορισμένη μικρή σκηνή. Οι οπαδοί του είδους θα το βρουν ενδιαφέρον, όμως η προσέγγιση που θέλουν να έχουν, κάνει τον ήχο τους προσιτό μόνο σε όσους αρέσκονται στο τεχνικό και πολύ τραχύ metal – metalcore. Μάλλον αυτός είναι κι ο σκοπός τους.
Κείμενο: Βασίλης Μπακογιάννης