Πολλά μεγάλα συγκροτήματα έχουν αποτελέσει έμπνευση για νεότερα, καταφέρνοντας να δημιουργήσουν μέχρι και ολόκληρες σκηνές χτισμένες πάνω τους. Οι Iron Maiden (κυρίως) με το New Wave Of British Heavy Metal, οι Big4 με το thrash, οι Dark Tranquility και οι In Flames τη δεκαετία του ‘90 το New Wave Of Swedish Death Metal με τον, μετέπειτα γνωστό καταιγισμό πολλών επηρεασμένων από αυτούς, σχημάτων. Κι ενώ οι δύο σουηδικές μπάντες μεγάλωσαν κι ωρίμασαν, φτάνοντας να θεωρούνται από τα μεγαλύτερα ονόματα της χώρας τους, υπήρχε από τότε μια που τελικά έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Ήταν οι συμπατριώτες τους, Opeth, που κατάφεραν μετά από πολύ κόπο και αρκετούς δίσκους να γίνουν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του metal.
Οι ίδιοι βέβαια δεν ίδρυσαν κάποια νέα σχολή όπως οι έτεροι συμπατριώτες τους από το Γκέτεμποργκ, αλλά τουλάχιστον επηρέασαν, έστω και λίγο, κάποιους τα τελευταία 5 – 6 χρόνια. Ο τρόπος άλλωστε που γράφουν είναι τόσο ιδιαίτερος και αναγνωρίσιμος που δύσκολα μπορεί κάποιος να τον μιμηθεί χωρίς να γίνει αντιληπτός. Οι Burst συμπεριέλαβαν στοιχεία τους στο “Origo”, πέρυσι οι Barren Earth, ενώ και οι Γιαννιώτες Ethereal Blue τα πήγαν εξαιρετικά με το “Essays in Rhyme on Passion and Ethics” με έναν ήχο που θύμισε αρκετά τις πρώτες δουλειές των Opeth. Όλοι τους με έναν δικό τους τρόπο, κάτι που εκτίμησε το κοινό. Μια ακόμα μπάντα που, όχι απλά φαίνεται να τρέφει μια αρέσκεια προς αυτούς, αλλά να τους υπεραγαπά, είναι οι Γερμανοί Steorrah.
Οι τελευταίοι επιχειρούν με το ντεμπούτο τους, που φέρει τον ιδιαίτερα ποιητικό τίτλο “An Eroticism In Murder”, να μπουν στο μάτι ενός κοινού που έχει μεγάλες απαιτήσεις από αυτό που αποκαλούν progressive death metal.
Η εισαγωγή στο 60λεπτο άλμπουμ γίνεται με 4 απλές νότες του πιάνου στο “Intro: Ex Obscuritas” και μια απαγγελία στίχων βάζει τον ακροατή με τη μία σε ένα ζοφερό κλίμα, όπως ακριβώς κάνει και το γκρίζο εξώφυλλο, ενώ με την έναρξη του “Arboretum” γίνεται πλέον σαφής η συμπάθεια που τρέφουν για τους Σουηδούς. Οι γνωστές μακρόσυρτες και δυνατές μελωδίες εναλλάσσονται με κάποια groovy στοιχεία κι ο καθένας ανατρέχει γρήγορα σε παλιά κομμάτια των Opeth να δει πιο τους θυμίζει. Η ίδια νοοτροπία που ακολουθούν στις συνθέσεις μπορεί να ξεγελάσει με αποτέλεσμα να θεωρηθούν αντιγραφείς, που ακόμη κι έτσι όμως να είναι, το κάνουν καλά. Μια δεύτερη ομοιότητα γίνεται αντιληπτή μόλις μπουν τα άγρια φωνητικά του Andreas Marz, τα οποία μοιάζουν αρκετά με αυτά του Mikael Akerfeldt είτε στο χρώμα, είτε στον τρόπο που τραγουδά. Το ίδιο γίνεται και στα ήρεμα σημεία, τα οποία διαθέτουν ίδια προσέγγιση και ρίχνει κατακόρυφα τους τόνους με μια απίστευτη μελαγχολία, όπως στο “Sundials (An Eroticism)”, που δρα σαν αγχολυτικό μετά από τα σκληρά riff που έχουν προηγηθεί. Η παραγωγή ωστόσο τα χαλάει λιγάκι ανά σημεία και κάνει το αποτέλεσμα να ακούγεται πιο άνευρο από όσο θα έπρεπε, ενώ θα άρμοζε ένας στόμφος στις κιθάρες και μια ζεστή πρωτοβουλία κινήσεων στην ήρεμη φωνή. Τουλάχιστον κρατά έναν καλό ήχο στα έγχορδα που θυμίζει κατά πολύ αυτήν την καλή μουντάδα που είχε ο Akerfeldt με τον Lindgren στα “Orchid” και “Morningrise”.
Το προσωπικό στίγμα είναι ένα δυσεύρετο χαρακτηριστικό με λίγες μελωδίες να τείνουν σε πιο πρόσφατες προοδευτικές καταστάσεις, όπως στην αρχή του “An Enigma In Semiotics”, ή με τα progressive περάσματα του πολύ καλού “Whitsun, Bloody Whitsun” (κι αυτά όμως έχουν παιχτεί από τους Σκανδιναβούς), τα οποία κόβονται για να μπει η κλασική κιθάρα με ένα πανέμορφο riff αλλά και να συνεχίσει ο Marz να προσομοιάζει ήχους από τα βάθη της κολάσεως με μια φωνή που στην συγκεκριμένη περίπτωση μου θύμισε εκείνον τον... παραμορφωμένο πολέμαρχο Ορκ από την Επιστροφή του Βασιλιά! (συγνώμη για την φαιδρότητά μου).
Λίγο πριν πέσει ο επίλογος του δίσκου μένει το “Bright’s Disease”, ένα κομμάτι που διαθέτει τρομερή ενέργεια στα πρώτα του λεπτά, όμοια με αυτήν του μεγαλειώδους “Funeral Portrait” από το “Blackwater Park” των Opeth, το οποίο υποβόσκει σε τουλάχιστον 2 – 3 τραγούδια τους ακόμη. Για να βάζουμε βέβαια τα πράγματα στη θέση τους, δεν τίθεται καμία σύγκριση μεταξύ των δύο, παρά μόνο για λόγους περιγραφής.
Οι Steorrah κάνουν ό,τι θα έκανε ένα πρωτοεμφανιζόμενο συγκρότημα που έχει κατασταλάξει για το είδος του, αν και στην περίπτωσή τους τείνουν να αφομοιωθούν από τις ίδιες τις επιρροές τους. Φυσικά αν το κοιτάξουμε αντικειμενικά θα δούμε μια καλή προσπάθεια, αλλά δυστυχώς η σύγκριση είναι αναπόφευκτη. Φαίνεται πως η τριάδα από την Βόννη πρέπει να βάλει κι άλλα cd στο ηχοσύστημά της ώστε να σχηματίσει μια πιο ολοκληρωμένη συνθετική άποψη. Οι οπαδοί των Σουηδών πάντως, αν δεν τους θεωρήσουν φτηνούς αντιγραφείς, θα εκτιμήσουν το “An Eroticism In Murder – A Stream Of Consciousness In D Minor”, (όπως είναι ο πλήρης τίτλος).
Κείμενο: Βασίλης Μπακογιάννης