Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Mastodon – Live At The Aragon (CD/DVD) (Reprise Records, Warner Music)

Οι Mastodon ποτέ δεν ήταν και οι πιο φυσιολογικοί. Όταν δημιουργήθηκαν όλοι οι τότε “κακοί” μεταλλάδες διέθεταν χαίτες και ήταν ζωγραφισμένοι από την κορυφή μέχρι τα νύχια με “διαόλια και τριβόλια”, ενώ ο Dailor είχε αντίστοιχα κόμη ροκαμπιλλά και τατουάζ ακόμη και με τον John Travolta (!) στην γνωστή του φιγούρα από τον “Πυρετό το Σαββατόβραδο”, ο Kelliher πολλά από το Star Wars, ο Hinds με διάφορα μυθικά και κινηματογραφικά τέρατα, ενώ μαζί του ο Sanders έβγαινε στη σκηνή, σε μια άλλη μπάντα, φορώντας μπικίνι!
Αυτή η αντισυμβατικότητα είχε ήδη περάσει στην μουσική τους άποψη κι έκτοτε η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Πέρα από το πρώτο τους EP, που εκδόθηκε μετά από χρόνια στο “Call of the Mastodon”, η “επίθεση” άρχισε με το ΕΡ “Lifesblood” και το πρώτο τους LP, το “Remission” που έκανε το φλεγόμενο άλογο να πετάξει μακριά και τα μάτια να στραφούν πάνω του. Δεύτερη δουλειά και τα αυτιά όλων ξεχειλίζουν από τα απόνερα της μεγάλης λευκής φάλαινας και το καμάκι του καπετάνιου Ahab καρφώνει το “Leviathan” στην πρώτη θέση των δίσκων της χρονιάς. Κι ενώ όλοι θεωρούσαν πως έπεται μια κοιλιά, τους διαψεύδουν και κυκλοφορούν το επίσης καταπληκτικό “Blood Mountain”, με το οποίο πλέον καταξιώνονται. “Εντάξει”, λέει πάλι το κοινό, “τώρα θα γίνει η κοιλιά”. Κι όμως, έκαναν τον ήχο τους ελαφρώς πιο κλασικό, έφτιαξαν το απύθμενης έμπνευσης, “Crack the Skye”, το πιο προσωπικό άλμπουμ τους μέχρι τώρα, για να ξορκίσουν τους δαίμονές τους. O Dailor το αφιερώνει στη μνήμη της αδερφής του, Skye Dailor, η οποία πέθανε σε ηλικία 14 ετών κι ο Hinds μιλάει για το εγκεφαλικό τραύμα, που ξεπέρασε μετά από πολλούς μήνες. Αυτό λοιπόν αποφάσισαν να τιμήσουν, με ένα live που θα έμενε αξέχαστο σε όσους το παρακολουθούσαν.


Το Aragon Ballroom στο Chicago φάνταζε ίσως ιδανικό για την οπτικοακουστική πανδαισία που ετοίμασαν για το πρώτο τους live DVD (το παλαιότερο Workhorse Chronicles ήταν ουσιαστικά μια ανασκόπηση της μέχρι τότε πορείας τους). Ο κόσμος είχε γεμίσει τον χώρο σε αρένα κι εξώστες κι ανυπομονούσε για την έναρξη. Με τις πρώτες εμβληματικές νότες του “Oblivion” ξεσπούν όλοι και σίγουρα ένα ρίγος πιάνει τον καθένα, όχι μόνο όσους βρίσκονταν εκεί, αλλά κι αυτούς μπροστά από τις οθόνες, βεβαιώνοντάς τους πως ό,τι επακολουθήσει θα αξίζει να μνημονεύεται. Το μόνο που φοβόμουν ήταν ο ήχος του show, καθώς όλες τις φορές που ήρθαν στην χώρα μας, ήταν από μέτριος έως κακός, αλλά ευτυχώς τα πάντα είναι ευδιάκριτα με λίγη παραπάνω έμφαση στο μπάσο, κάτι που κάνει το αποτέλεσμα, ανά σημεία, να φέρνει λίγο σε κλασικό progressive. Τα φωνητικά του Dailor αναδεικνύουν την πτυχή του ως άξιο τραγουδιστή, ενώ αυτά του Hinds δίνουν έναν ακόμη southern rock τόνο. Εντύπωση μου έκαναν οι κιθάρες που άλλαξε με την διάφανη V και το 12χορδο “ταυράκι” να κλέβουν την παράσταση. Μπορώ με σιγουριά να πω πως πρόκειται για μεγάλη μορφή, με τα ανακατωμένα μαλλιά και το πλούσιο μούσι να θυμίζουν μια metal εκδοχή των ΖΖ Top διασταυρωμένη με Τζιμάκο. Μια δυναμική συνέχεια με το “Divinations” που προσφέρεται για ομαδικά χτυπήματα, όμως το video wall αφήνει αποσβολωμένους τους πάντες με το απίστευτο concept του “Crack The Skye: The Movie” που παίζει παράλληλα από πίσω κι ανεξάρτητα για κάθε κομμάτι. Έπεται το “Quintessence” και το σκηνικό παραμένει εκρηκτικό με τους Sanders και Kelliher να χτυπιούνται σε κάθε βαρύ σημείο και τον κόσμο να ακολουθεί. Κι όλα αυτά μόνο μέχρι εκεί, όπου μπαίνει το “The Czar” κι απλώνει την ψυχεδελική του μαγεία έως την τελευταία σπιθαμή του Aragon. Η ανατριχίλα από τις νότες του μπάσου στο πρώτο τμήμα του (Usurper) και της μελωδίας της κιθάρας στο τρίτο (Martyr) θα μπορούσε κάλλιστα να με κάνει να κλάψω κι ας με αποκαλέσει ο κάθε χαζομεταλάς αδερφή...


Η συνέχεια, όπως ακριβώς και στο άλμπουμ, με “Ghost Of Karelia” και ο ηχολήπτης κρατάει το μπάσο μεν ψηλά, όμως το λεπτό και καθαρό παίξιμο του Sanders το κάνει progressive, με εκείνη την όμορφη παλιά έννοια. Δυστυχώς στο ομώνυμο “Crack The Skye” που ακολούθησε, δεν εμφανίστηκε ο Scott Kelly των Neurosis, που τραγουδά στην κανονική εκτέλεση, όμως ο Sanders σαν παλιός καλός “κάφρος” που είναι, τον αντικατέστησε επάξια, με τον Dailor να βοηθάει στα δεύτερα. Ένας Dailor που αποδεικνύει για άλλη μια φορά την κλάση του πίσω από το drumset, με στακάτα χτυπήματα, ακρίβεια και ταχύτητα που έκαναν αναγνωρίσιμο τον ήχο των Mastodon από τις πρώτες τους κιόλας δουλειές. Και στο τέλος ο ύμνος “The Last Baron”, τον οποίο παίζουν λίγο πιο δυνατά από ότι στο studio, ενώ ξεδιπλώνεται όλο το μεγαλείο της συνθετικής τους ικανότητας και το κοινό απλώς παραληρεί. Κι αφού μας κούφαναν, βάλθηκαν να μας τυφλώσουν κι από πάνω με το video wall και την ιστορία που αναπτύσσεται και φτάνει στο αποκορύφωμά της ενώ τα solo ξεχύνονται από κάθε ενισχυτή.

Τέλος του πρώτου μέρους της συναυλίας, και το κενό για ένα περίπου λεπτό συμπληρώνει ο Dereck Mitchka με τα πλήκτρα του, τα οποία συνοδεύουν καθ’ όλη τη διάρκεια του “Crack the Skye”.


Είναι γεγονός πως η τελευταία δισκογραφική τους δουλειά ήταν αρκετά ηπιότερη των προηγουμένων και γι’ αυτό το δεύτερο σκέλος μπαίνει με τα ισοπεδωτικά “Circle of Cysquatch” και “Aqua Dementia”, όπου τα mosh pit δίνουν και παίρνουν παράλληλα με τον κερασφόρο λύκο και την άσπρη φάλαινα στο video wall. Τελειώνοντας το δεύτερο ο Hinds φιλά την κιθάρα του, κάνοντάς με να πιστεύω πως αυτός ο άνθρωπος εκείνη την ώρα έχει βρει την ευτυχία. Δύο κομμάτια από το “Remission”, τα “Where Strides the Behemoth” και “Mother Puncher” ώστε να μην μείνει κάτι όρθιο και κλείνουν με την αγαπημένη τους διασκευή στο “The Bit” των Melvins.

Καθώς τα visuals που συνόδευαν το “Crack The Skye” δεν ήταν ορατά και κατανοητά κατά τη διάρκεια του live, οι συντελεστές το συμπεριέλαβαν σαν ξεχωριστή επιλογή μέσα στο DVD κι έτσι όλο το άλμπουμ προσφέρεται μέσω επτά ταινιών μικρού μήκους. Σε αυτές παρακολουθούμε την ιστορία ενός νεαρού ασθενούς στο χείλος της ζωής κι ενός μάρτυρα που δολοφονείται αλλά σαν πνεύμα σώζει το παιδί.

Η αισθητική του παλιού βωβού κινηματογράφου φαντασίας, καθώς και η θαμπή εικόνα με την ελαφρώς υψηλότερη ταχύτητα, ασκούν μια απόκοσμη γοητεία και μαζί με τα καλειδοσκοπικά σχέδια που βασίζονται στο artwork του Paul Romano, φέρνουν ένα φαντασμαγορικό αποτέλεσμα που ουσιαστικά είναι, για την σκηνή του σύγχρονου metal, ότι ήταν για τους παλιότερους τα “Yellow Submarine” και “The Wall”.

Το “Crack the Skye: The Movie” φέρνει τους Mastodon σαν καλλιτέχνες γενικότερα ένα σκαλί ψηλότερα και προσωπικά πιστεύω πως η ταινία είναι σημαντικότερη κυκλοφορία από ότι είναι το live. Ο συνδυασμός τους όμως, ήταν ό,τι καλύτερο επιζητούσαν οι οπαδοί που παρευρέθηκαν εκεί, κάτι που συνολικά κάνει το “Live At The Aragon” ένα εκπληκτικό πακέτο για όλους.


Είναι το metal συγκρότημα της δεκαετίας και το επιβεβαιώνουν με κάθε ευκαιρία, οδεύοντας μόνο προς τα πάνω. Επαναλαμβάνω πάντως... εάν ήμουν εκεί θα έκλαιγα από τη χαρά μου κι ας με κακοχαρακτήριζαν.




Κείμενο: Βασίλης Μπακογιάννης