Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Stryper : The Covering (Big3 Records)


Οι Stryper ανέκαθεν άνηκαν στις μπάντες που είτε λάτρευες είτε μισούσες και αυτό γιατί είχαν από νωρίς διαλέξει να βαδίσουν στο μονοπάτι της αρετής, προάγοντας έναν πιο ήσυχο, ανθρώπινο και χριστιανικό τρόπο ζωής μέσω των στίχων τους. Σαφώς και ασχολούνταν και με άλλα θέματα εκτός από τον Παντοδύναμο αλλά κατά κύριο λόγο αυτό ήταν που έμενε στο τέλος. Ο όρος white metal με τον οποίο χαρακτηρίζουμε το μουσικό τους ύφος είχε καταντήσει σχεδόν ρετσινιά από ένα σημείο και μετά, μιας και οι “άγριοι” της εποχής δεν μπορούσαν να χωνέψουν πως τα Θεία μπορούν να συμβαδίσουν με τη σκληρή μουσική.
     
Από συνθετικής άποψης τώρα, οι Καλιφορνέζοι Stryper κατάφεραν να δημιουργήσουν αρκετά αξιόλογα πράγματα, όπως : ”The Yellow & Black AttackEP-1984, “Soldiers Under Command”-1985 και πολλά άλλα, με το “To Hell With The Devil”-1986 να θεωρείται από πολλούς η καλύτερη τους στιγμή.
     
 Έπειτα λοιπόν από το πολύ καλό “Murder By Pride”-2009, η μπάντα αποφάσισε να αποτίσει φόρο τιμής σε μερικά από τα είδωλα της, που τυγχάνει να είναι και εκ των Πατέρων αυτής της μουσικής.  Όλα τα μεγάλα ονόματα είναι εδώ και οι Stryper φαίνεται να το διασκεδάζουν στο έπακρον. Judas Priest, Scorpions, KISS, Van Halen, Kansas, Sweet, Black Sabbath, UFO, Iron Maiden, Led Zeppelin, Deep Purple και Ozzy Osbourne είναι τα συγκροτήματα με τα οποία ασχολείται το “The Covering”. Δεν υπάρχει καμία τρελή αλλαγή στην εκτέλεση των κομματιών. Η μπάντα πατά σχεδόν ευλαβικά πάνω στο πρωτότυπο προσθέτοντας όπου χρειάζεται μια σχετική “επιμετάλλωση”. Ένα από τα θετικά λοιπόν στοιχεία του δίσκου, εκτός ότι ακούμε μια πολύ καλή version λατρεμένων ασμάτων, είναι και η θεϊκή φωνή του Michael Sweet που ακόμα και μετά από τόσα χρόνια ανεβαίνει αβίαστα πολλά πολλά σκαλοπάτια της φωνητικής κλίμακας.
     
Ο δίσκος κλείνει με μια μεγάλη έκπληξη που δεν είναι άλλη από ένα ολοκαίνουριο κομμάτι με τίτλο “God”, μελωδικό και συνάμα δυνατό με ωραίες αλλαγές, εμπεριέχοντας όλα τα καλά στοιχεία της μπάντας μπολιασμένο με τα σημάδια της νέας εποχής. Ένα απίστευτα χορταστικό ορεκτικό που ελπίζουμε να είναι ενδεικτικό δείγμα της νέας τους δουλειάς. 
  
Και για όσους χλευάζουν το εν λόγω σχήμα για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις η απάντηση τους ήταν πάντα εκεί, κάτω από το κιτρινόμαυρο λογότυπο τους…

Isaiah 53:5
“…by His stripes we are healed…”

Κείμενο : Αντώνης Κοντογιάννης

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Cauldron : Burning Fortune (Earache Records)


Οι Καναδοί Cauldron (καμία σχέση με τους Cauldron Born) αποτελούνται κατά τα 2/3 από πρώην μέλη των θρυλικών THOR του Jon Mikl Thor, τους Jason Decay (vocals, bass) και Ian Chains (guitars). Την τριάδα συμπληρώνει ο Chris Steve στα drums. Το σχήμα δημιουργήθηκε το 2006 και ως τώρα έχει κυκλοφορήσει τα : “Into The CauldronEP -2007, το δυναμικό ντεμπούτο τους “Chained To The Nite”-2009 και ένα-διόλου τυχαίο-split με τους θεούς Enforcer, το :”Nightmare Over The UK”-2010.
     
Ως φυσική συνέχεια λοιπόν του πρώτου τους δίσκου, έρχεται ο διάδοχος ονόματι “Burning Fortune” προσφέροντας ξανά καθαρό, αγνό ,γρήγορο και παραδοσιακό Heavy Metal. Ένα μεταλλικό παράδεισο για τους κλασσικούς φίλους του είδους καθώς και όσους αγκάλιασαν τις πρόσφατες προσπάθειες των Enforcer, Skull Fist, Skelator, White Wizzard και λοιπών σχημάτων που συνεχίζουν να κρατούν ψηλά τη σημαία.   
    
Λογικό είναι πως η όλη αισθητική (τόσο μουσικά όσο και εμφανισιακά) παραπέμπει στην ένδοξη δεκαετία του ’80 και γίνεται εύκολα κατανοητό πως οι Cauldron είναι επηρεασμένοι τόσο από το N.W.O.B.H.M. καθώς και το U.S. power metal. Η δύναμη των Riot συναντά το μυστήριο των Angel witch και αυτά με μπόλικη μελωδία, ταχύτητα και την φοβερή “back from the past” φωνή του Decay που μαζί με την  παραγωγή βοηθούν  τα μέγιστα ώστε το ημερολόγιο να πηγαίνει δεκαετίες πίσω, γυρίζοντας μας στις καλές μέρες αυτής της μουσικής.
    
Το εκπληκτικό εισαγωγικό “All Or Nothing” σου κολλάει τα μυαλά στον τοίχο με τεράστιο riff και δεν είναι το μοναδικό που αξίζει της προσοχής μας. “Frozen In Fire”, “I Confess” “Rapid City/Unchained Assault” και τα άλατα σπάνε για τα καλά. Τρελές ταχύτητες και άρτια κιθαριστική δουλειά κάνουν τον δίσκο απαραίτητο σε όλους τους παλιομοδίτες.
     
Δεν υπάρχει πρωτοτυπία ούτε πρόοδος παρά αληθινή μουσική φτιαγμένη από ατσάλι που στοχεύει στην καρδιά του ακροατή χωρίς να αποσκοπεί στην οποιαδήποτε εμπορική καταξίωση. Όχι ότι δεν το αξίζει, αλλά όπως ξέρουμε σε αυτού του είδους τα ακούσματα απόμειναν λίγοι να τα τιμούν όπως τους πρέπει.
    
Στα πολλά come back που γίνονται, πολλοί είναι αυτοί που θα κάνουν κάτι επιτηδευμένο για να κλέψουν λίγη δόξα (όση έχει απομείνει τουλάχιστον) και ευτυχώς οι Cauldron δεν ανήκουν σε αυτό το σινάφι.

Νοσταλγία ή κόλλημα σε παλιές εποχές και στασιμότητα;
Εσείς αποφασίζετε…. 

Κείμενο : Αντώνης Κοντογιάννης 

Cold Cave-Cherish the Light Years (Matador Records)

Cold Cave είναι μια μπάντα που μας συστήθηκε δισκογραφικά προς τα τέλη του 2009, όταν και κυκλοφόρησε το ομολογουμένως ενδιαφέρον Love Comes Close. Πέρασε λίγος περισσότερος από ένας χρόνος και οι Cold Cave επιστρέφουν στη δισκογραφία δυναμικά με το Cherish The Light Years, το οποίο κατά την ταπεινή μου άποψη και εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, σίγουρα θα είναι μέσα στα δέκα καλύτερα άλμπουμ που θα κυκλοφορήσουν αυτή τη χρονιά. Οι λόγοι απλοί. Όταν μια μπάντα επηρεάζεται σαφέστατα από τον 80's Gothic και Industrial ήχο, αλλά φροντίζει όχι να αντιγράφει, αλλά να εξελίσσει τον συγκεκριμένο ήχο και να τον προσαρμόζει στα σημερινά δεδομένα, τότε είναι καταδικασμένη να πετύχει!


Το άλμπουμ ξεκινά με το "The Great Pan is Dead" το οποίο θέτει εξαρχής τις ηχητικές βάσεις πάνω στις οποίες θα κινηθεί το η μουσική των Cold Cave. Δυνατές κιθάρες και κρουστά που παραπέμπουν σε industrial ήχο δημιουργούν ένα κράμα ήχου δυνατό και συνάμα ελκυστικό. Το "Pacing Around the Church" που ακολουθεί ακολουθεί μια ηχητική φόρμα που είναι πιο προσανατολισμένη στον indie/alternative ήχο. Ένα τραγούδι πραγματικά φρέσκο, με γρήγορο ρυθμό και με μελωδία που ηχεί πολύ ευχάριστα στον ακροατή. Στο "Confetti" ο ήχος επιστρέφει σε πιο ηλεκτρονικά μονοπάτια. Disco και Synth-Pop ήχοι ενώνονται και σε συνδυασμό με τα Depeche Mode-ικά φωνητικά δημιουργούν ένα όμορφο pop ηχητικό αποτέλεσμα και ένα πολύ ωραίο χορευτικό κομμάτι.


Το "Catacombs" που ακολουθεί μας οδηγεί σε μια ακόμα μουσική διαφοροποίηση. Αυτή τη φορά οι ήχοι των Cure,Joy Division και New Order μας παρουσιάζονται και σε συνδυασμό με τα γοητευτικά μελαγχολικά φωνητικά δημιουργούν ίσως το μουσικό highlight αυτού του άλμπουμ. Ο early industrial ήχος και το σκοτάδι επικρατούν στο "Underworld U.S.A" και το καθιστούν μια ακόμα μεγαλειώδη στιγμή στην συγκεκριμένη κυκλοφορία. Συνέχεια με το "Icons of Summer" και εύκολα γίνονται διακριτά κάποια ψήγματα EBM και Future Pop. Δυνατά beat και συχνά παραμορφωμένα synths σε οδηγούν αβίαστα στο να λικνιστείς στο ρυθμό του συγκεκριμένου τραγουδιού, και η σκοτεινή διάθεση καλά κρατεί!


Το μοντέρνο Indie στοιχείο επανέρχεται με το άκουσμα του "Alchemy Around You". Δυνατές κιθάρες, πνευστά και ένα ιδιαίτερα παθιασμένο drumming δημιουργούν ένα αρκετά βαβουριάρικο αποτέλεσμα, προσωπικά όμως εμένα δε μου προκάλεσε κάποια συγκίνηση! Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι στο "Burning Sage"

ένιωσα σαν να άκουγα τον David Bowie (στις πολύ σκοτεινές του ερμηνείες) να τραγουδά υπό τον ήχο Industrial μουσικής! Ένα ακόμα highlight και ένα τραγούδι που σε αφήνει άφωνο καθώς έχει την ικανότητα να σου δημιουργεί τρομερές εικόνες. Το άλμπουμ κλείνει με το "Villains of the Moon" που μέχρι στιγμής είναι και το πιο ραδιοφωνικά προβεβλημένο τραγούδι της κυκλοφορίας. Οι βασικές ηχητικές φόρμες του New Wave μας παρουσιάζονται σε μια πιο μοντέρνα version και το αποτέλεσμα είναι σίγουρα εξαιρετικά ευχάριστο για τα αφτιά μας. Εξαιρετικό κλείσιμο που αφήνει τον επίδοξο ακροατή με μια αίσθηση πληρότητας!


Το γεγονός ότι το "Cherish the Light Years" παρουσιάζει μια τέτοια πληθώρα ηχητικών επιρροών θα έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες να μας ξενίζει. Ο τρόπος όμως με τον οποίο ενσωματώνουν στον ήχο τους αυτές τις επιρροές και ο τρόπος με τον οποίο αυτές αποδίδονται στα τραγούδια των Cold Cave κάνουν το αποτέλεσμα όχι απλά να ηχεί οικείο, αλλά παράλληλα το κάνουν εξαιρετικά ελκυστικό και στον μη υποψιασμένο ακροατή. Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ καλό άλμπουμ, ένα άλμπουμ το οποίο είναι γεμάτο συναίσθημα και μια κυκλοφορία που σίγουρα μεγαλώνει κατά πολύ τις προσδοκίες μας από αυτή την μπάντα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι αξίζουν στο 100% την προσοχή που τους έχουν δώσει τα μουσικά μέσα!



Κείμενο: Γιώργος Παρδάλης

The Pains Of Being Pure At Heart – Belong (Slumberland Records)

Οι Pains of Being Pure at Heart είναι μια μπάντα που σίγουρα δεν μπορείς να αγνοήσεις! Ήδη από το πρώτο ομώνυμο άλμπουμ τους αλλά και από το ΕΡ του "Higher Than the Stars" έδειξαν ότι είναι μια μπάντα που μπορεί να παράγει ήχους ικανούς να σε ταξιδέψουν. Έτσι η αναμονή για το νέο τους άλμπουμ ήταν κάτι παραπάνω από μεγάλη και καθώς φαίνεται, μετά από επίμονη ακρόαση του, αποδείχτηκε πως άξιζε τον κόπο.


Ήδη από το ξεκίνημα,με το Belong, το άλμπουμ δείχνει ότι δεν μοιάζει με τίποτα από όσα έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα η μπάντα. Θα μπορούσε να το χαρακτηρίσω σαν ένα τραγούδι που συνδυάζει άψογα την ταξιδιάρικη διάθεση των Stone Roses με την δυναμική των Smashing Pumpkins και μας δίνει ένα αποτέλεσμα γεμάτο συναίσθημα.Το Heavens Gonna Happen Now θα μπορούσα με άνεση να το χαρακτηρίσω το soundtrack του καλοκαιριού που θα 'ρθει. Εκπληκτική pure pop μελωδία και ένα τραγούδι που από το πρώτο μέχρι το τελευταίο του δευτερόλεπτο αποπνέει μια τρομακτική αισιοδοξία. Συνέχεια με το Heart In Your Heartbreak και είμαι βέβαιος πως σίγουρα θα είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια που θα ακούσουμε μέσα στο 2011. Ανάλαφρη μελωδία και εκπληκτική ερμηνεία από τον Kip Berman, σε ένα τραγούδι που αναπολεί όλες εκείνες τις αγάπες που δεν θα επιστρέψουν. Εμφανέστατες οι επιρροές από Cure στο The Body, με τις κιθα΄ρες,τα synths και το drumming να παραπέμπουν άμεσα σε αυτή την υπέροχη μπάντα. Ακριβώς στο μέσον του δίσκου το Anne With An E έρχεται να μας γοητεύσει με την ηρεμία και το συναίσθημα του. Εξαιρετικό τραγούδι, που σε χαλαρώνει άμεσα και σου φέρνει αμέσως συνειρμούς από την μουσική των υπέροχων The Field Mice.


Αυτό που σε εντυπωσιάζει ακόμα περισσότερο είναι πως το συγκεκριμένο άλμπουμ δεν δείχνει να κάνει σε κάποιο σημείο "κοιλιά". Αυτό το καταλαβαίνεις με το που ακούς το Even In Dreams το οποίο κρατάει τη φλόγα της γοητείας αυτής της κυκλοφορίας άσβεστη ακόμα και στο δεύτερο μισό του άλμπουμ. Πόσο παράξενος μπορεί να ακουστεί ο τίτλος My Terrible Friend; Πολύ,ειδικά να σκεφτείς πως έχουμε να κάνουμε με ένα από τα ομορφότερα τραγούδια αυτού εδώ του άλμπουμ. ένα τραγούδι διαποτισμένο από το συναίσθημα των Cure (για δεύτερη φορά),ένα τραγούδι που μπορεί να μετατραπεί στον "καλύτερο σου φίλο" και να συνοδεύσει κάθε σου στιγμή. Στο Girl of 1000 Dreams οι Pains of Being Pure at Heart ακούγονται πιο σκληροί σε ένα εξαιρετικό δείγμα σκληρού pop-rock! Μια στροφή πριν το τέλος το πιο σκοτεινό Too Tough έρχεται να μας πλημμυρίσει με γλυκόπικρα συναισθήματα κάνοντας τον ακροατή να χαθεί μέσα στον υπέροχο ρυθμό του. Το άλμπουμ κλείνει (δυστυχώς) με το Strange, που είναι ανάμεσα στα 2-3 τραγούδια που ξεχώρισα συνολικά από το άλμπουμ. Το συναίσθημα και πάλι έκδηλο, και η pop μοιάζει πιο ελκυστική παρά ποτέ!


Ολοκληρώνοντας την ακρόαση του Belong είναι βέβαιο πως δεν μπορείς απλά να το χαρακτηρίσεις σαν ένα ακόμα pop άλμπουμ. Για την ακρίβεια δύσκολα μπορείς να βρεις λόγια για να περιγράψεις την μαγεία την οποία κάποιος βιώνει ακούγοντας το. Είναι το βήμα προς την ωρίμανση μιας μπάντας που μας είχε συνηθίσει σε μια πιο DIY αισθητική. Είναι ένα άλμπουμ που περιέχει δέκα εκπληκτικά τραγούδια τα οποία υποστηριζόμενα από μια εκπληκτική παραγωγή είναι ικανά να σε οδηγήσουν σε οργασμικές αντιδράσεις (οργασμικές ως προς το συναίσθημα για να μην παρεξηγηθώ)! Το Belong δεν είναι ένα άλμπουμ που απλά προτείνω να αγοράσετε (κυκλοφορεί επίσημα στις 29 Μαρτίου,αλλά ήδη μπορείτε να το ακούσετε σε live streaming από την επίσημη ιστοσελίδα της μπάντας). Είναι ένα άλμπουμ το οποίο θα στοιχημάτιζα ότι θα συγκαταλέγεται μέσα στα πέντε καλύτερα άλμπουμ που θα κυκλοφορήσουν αυτή τη χρονιά! Μακάρι να δούμε πολλά και ακόμη καλύτερα από αυτή την μπάντα στο σύντομο μέλλον!

Κείμενο: Γιώργος Παρδάλης

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

War From A Harlot’s Mouth – MMX (LifeForce Records)

Όπως είναι σε όλους γνωστό, το ασθενές φύλο υπερισχύει όταν έχουμε να κάνουμε με προφορική αντιμετώπιση. Στις δέκα αντιδικίες μεταξύ ζευγαριών, οι εννέα καταλήγουν με νικήτρια την γυναίκα κι έναν σύζυγο με ζαλισμένο κεφάλι. Φανταστείτε λοιπόν να προσβληθεί κάποια κυρία και να αρχίσει να ξεστομίζει βαριές κουβέντες. Όλα αυτά τα κύματα ήχου που θα ξεχύνονται, αν μεταφράζονταν σε κινητική ενέργεια θα μπορούσαν να πάρουν σπίτια κι αυτοκίνητα, όπως λέει και το σχετικό ανέκδοτο.

Αυτή την ικανότητα – χάρισμα – κατάρα – υπερδύναμη σκέφτηκαν κάποιοι Γερμανοί κι ονόμασαν το συγκρότημά τους “War from a harlots mouth” που σημαίνει “πόλεμος από το στόμα μιας παλιογύναικας (του δρόμου κτλ)”, τίτλος που αν κι εκφράζει έντονα στοιχεία μισογυνισμού, εμπεριέχει μια μικρή δόση αλήθειας. Απλά σκεφτείτε πόσες φορές έχετε ακούσει το “μην σε πιάσει στο στόμα της αυτή” και πιστεύω πιάνετε το νόημα.

Όλα τα παραπάνω αν μετατραπούν σε μουσική, μέσα από την ματιά μιας μπάντας τεχνικού metalcore φέρνουν ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα για τους οπαδούς της συγκεκριμένης σκηνής. Η προηγούμενη δισκογραφική τους δουλειά, “In Shoals” αποτέλεσε έναν δίσκο που ισορροπούσε μεταξύ metalcore και math, αλλά δεν έμενε μόνο εκεί. Διέθετε ένα σκοτεινό χρώμα πάνω από όλα τα κομμάτια που βασιζόταν σε death αντιμετώπιση, λίγα post διαλείμματα, αλλά και πολλά jazz σημεία διασκορπισμένα ανά διαστήματα, ως καταπραϋντικά των βασικών riff, καθιστώντας το εξαιρετικό, για το είδος του.

Ακολούθησε ένα split μαζί με τους Burning Skies, μέσα στο 2010, ως προπομπός του νέου τους άλμπουμ “MMX”. Οφείλω να ομολογήσω πως το περίμενα ανυπόμονα καθώς όλα τα σκεπτόμενα συγκροτήματα οφείλουν να εξελίσσουν τον ήχο τους, με τα χρόνια και βάσει του “In Shoals” ήλπιζα σε κάτι ιδιαίτερο.

Η προσέγγιση στη νέα δουλειά έχει ουσιαστικά παραμείνει η ίδια, έχοντας ωστόσο να επιδείξουν κάποιες αλλαγές στο τελικό αποτέλεσμα. Η πολυπλοκότητα είναι ένα βασικό στοιχείο, όπως όμως και το “ξερό” παίξιμο, που από ένα σημείο και μετά κουράζει, κυρίως με τα riff που αποτελούνται από μια συγχορδία που απλώς επαναλαμβάνεται ανά άτακτα χρονικά διαστήματα, δημιουργώντας μια μουσική φράση. Είναι ένα γενικό γνώρισμα πολλών, που (πιστεύω) πέφτουν σε μια παγίδα προσπαθώντας να δώσουν επιθετικότητα, χάνοντας όμως σε μελωδία.

Από την άλλη πάντως, οι ιδέες πέφτουν βροχή. Στα τρία πρώτα τραγούδια, η μπάντα εξαπολύει έναν ορυμαγδό από blast beats σε ένα καταπληκτικό σκοτεινό φόντο που στήνουν τα έγχορδα κι άλλοτε σε αργούς κι ασήκωτους συνδυασμούς, που μπορεί να διακόπτονται από εκείνα τα ελαφρώς αδιάφορα riff ή από κάποια jazz ιντερλούδια.

Φαίνεται πως οι νέες γενιές μουσικών, όποιο κι αν είναι το πεδίο στο οποίο δραστηριοποιούνται, διαθέτουν αξιοπρόσεκτη παιδεία, η οποία εδώ ξεπροβάλλει μέσα από τον τρόπο που αναπτύσσουν τα έστω λίγα,
jazz στοιχεία τους.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό που δεν υπήρχε πίσω στο “In Shoals” είναι η παραγωγή, η οποία θυμίζει έντονα Meshuggah, σε κιθάρες και μπάσο με εκείνον τον υπερβολικά μπάσο τόνο.

Φτάνοντας στο τέταρτο κομμάτι, “Sleep Is The Brother Of Death”, βλέπουμε μια άλλη πτυχή τους, με ένα προσωπικό post ύφος κι ένα μεγαλειώδες riff, που το τερματίζουν μόλις σε ενάμισι λεπτό, αφήνοντας με απογοήτευση μια απορία για το λόγο που περιόρισαν μια τέτοια ιδέα σε τόσο λίγο χρόνο. Η συνέχεια όπως και στα τρία πρώτα, με το “Cancer Man” (ναι, αυτόν από τα X-Files) να παραπέμπει πολύ σε Meshuggah και το επόμενο “c.g.b. Spender” να ρίχνει κεραυνούς με ταχύτατα drums, να κόβει για να γίνει progressive, μετά groovy κτλ, κρατώντας και μια στιχομυθία μεταξύ του πράκτορα Mulder και του Cancer Man (πολύ X-Files έπεσε). ToSugarcoat” θύμισε αρκετά τις jazz δουλειές του Alex Skolnick, κάτι που μόνο math και λίγες progressive μπάντες κάνουν καλά, αν και άσχετο με το όλο κλίμα του “MMX”, αποφορτίζοντας μάλλον την ατμόσφαιρα για το κλείσιμό του, το οποίο κινείται στο ίδιο ύφος με τα προηγούμενα.

Είναι όντως ιδιάζουσα περίπτωση οι War From A Harlots Mouth και μάλλον τους αρέσει να κρατούν αυτόν τον όρο. Η μουσική τους μπορεί να είναι άγαρμπα δύσκολη στην παρακολούθηση, αλλά είναι και γεμάτη ιδέες που θα μπορούσαν να απογειώσουν την αναγνωρισιμότητά τους πέρα από μια περιορισμένη μικρή σκηνή. Οι οπαδοί του είδους θα το βρουν ενδιαφέρον, όμως η προσέγγιση που θέλουν να έχουν, κάνει τον ήχο τους προσιτό μόνο σε όσους αρέσκονται στο τεχνικό και πολύ τραχύ metal metalcore. Μάλλον αυτός είναι κι ο σκοπός τους.



Κείμενο: Βασίλης Μπακογιάννης

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Before the Dawn - Deathstar Rising (Nuclear Blast Records)

Αυτά τα 11 χρόνια ύπαρξης των Before the Dawn είναι μια προσωπική επιτυχία του Tuomas Saukkonen. Του τραγουδιστή και κιθαρίστα της μπάντας, από την χώρα του πολιτισμού Κιουκάινεν. Φιλανδία η νεότερη και η μικρή παινεμένη από τους λαούς που υποτάχθηκαν στο γοητευτικό τραγούδι του ηλεκτρικού ήχου. Υπήρξε μια προσωπική και μεθοδική εργασία ξεκινώντας στην αρχή έναν μοναχικό δρόμο που είχε σαν αφετηρία του το 1999 όταν και θα παρουσιάσει την πρώτη του solo δημιουργία με την ονομασία Gehenna, ηχογραφώντας όλα τα όργανα μόνος του προσδίδοντας το προσωπικό του χαραχτήρα σε μια μονογονεϊκή δουλειά.


Στην πορεία των έντεκα ετών στρώνει ένα δρόμο από πέντε albums έχοντας πλέον στο πλευρό του και άλλους τρείς συνοδοιπόρους σε κιθάρα, κρουστά και μπάσο. Θα κρατήσει τα άγρια φωνητικά και συνοδευόμενος από το τραγούδι του Lars Eikind στα καθαρά γίνονται μέρος της ανάπτυξης της σύγχρονης Φιλανδικής μουσικής του σκληρού σκοτεινιασμένου ήχου.


Οι Before the Dawn σαν σύνολο είναι άνθρωποι που κατάφεραν να επιδείξουν μέχρι τώρα ένα αξιοπρόσεκτο αποτέλεσμα στην δημιουργική τους δραστηριότητα. Βεβαίως είναι παιδιά της χώρας που ανατρέφει μουσικούς από το σχολείο κιόλας. Ανήκουν σε μια μουσική κοινωνία που παράγει επιρροές για τους μεταγενέστερους και έχει εξελίξει την μουσική ενασχόληση σε μια βαριά βιομηχανία παραγωγής άξιων μουσικών και απασχολούντων με το αντικείμενο της τέχνης της μουσικής.


Ότι προηγούμενο ακούστηκε από το Φιλανδικό σχήμα ήταν μια καινούρια προσέγγιση από δουλειά σε δουλειά. Από το “My Darkness” των πρώιμων ημερών, ως το “4:17 am” με το τελευταίο να αποτελεί ένα σαφές μήνυμα από το συγκρότημα για παραγωγή καινούριων προϊόντων. Στο ίδιο μοτίβο συνέχισαν και τα album που ακλούθησαν. Ώσπου να έρθει η στιγμή του 2011 και ένα καινούριο album ηχογραφείται. Είναι το album για το οποίο γράφονται αυτές οι αράδες.


Είναι ξεκάθαρες οι επιρροές της μπάντας από το πρώτο άκουσμα κιόλας, από τα πρώτα δευτερόλεπτα, ασχέτως αν είναι ηθελημένα ή μη. Πρόκειται για έναν Amorphis ήχο. Έναν ήχο προερχόμενο από ότι ακούσαμε από τους συμπατριώτες τους, Amorphis των δύο τελευταίων δίσκων (τουλάχιστον). Είναι ένα κάπως διαφορετικό δείγμα από τους Before the Dawn ή ένα δείγμα που ανατρέχει σε όσα τους επηρέασαν στην αρχή της διαδρομής τους.


ToWinter Within”, Νο 2 στο set list είναι μια δυνατή ευκαιρία να καταλάβει κανείς προς τα πού χαράσσεται ο δρόμος. Ένα εύπεπτο κομμάτι που συγκεντρώνει κάτι από φολκλορικά, κατά πολλούς, και death στοιχεία για ακόμα περισσότερους. Το επώμενο “Deathstar” έρχεται με μια δύναμη από τα growl του Tuomas Saukkonen.


Το album είναι μια χειμωνιάτική ιστορία, αλλά με στοιχεία στους στίχους από την καθημερινή ζωή χωρίς αναφορές σε μύθους και ιστορίες ηρώων και Θεών που επινοήθηκαν για να τιμωρούν τους εχθρούς του λαού τους και να προστατεύουν αρχαίους εξαφανισμένους πολιτισμούς. Είναι ένα death που ακουμπά σε πολιτισμικά στοιχεία αλλά προσαρμοσμένο σε σύγχρονη μουσική κατασκευή.


Τα 10 τραγούδια που έχουν επιλεγεί για το σύνολο μπορούν, βεβαίως, να αγγίξουν τα αντανακλαστικά του λάτρη του μελωδικού death, μα εδώ προκύπτει κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία για μένα. Η σκιά του πήχη που έχουν θέσει οι ίδιοι στις προηγούμενες δουλειές έχει μια έντονη και βαριά απόχρωση και καθιστά τους ίδιους υπεύθυνους σε ότι καινούριο έχουν να παρουσιάσουν. Αλλά έχουν παρουσιάσει κάτι καινούριο; Ιδού το ερώτημα. Οι Before the Dawn φαίνονται παρόλη την πολύ καλή απόδοση συναισθημάτων που μοιράζονται μαζί μας, να παγιδεύτηκαν σε μια καταγραφή των επιρροών τους, ίσως και σε μια απεγνωσμένη αναζήτηση του τι ακριβώς πρέπει να δοθεί σε όλο και περισσότερο κόσμο. Η εξέλιξη είναι κάτι που πρέπει να απασχολεί όλους σε κάθε επίπεδο. Έχοντας μια επαφή με το παρελθόν, παίρνοντας έμπνευση από ότι σπουδαίο και αν έφερε το πίσω, ορμάμε σε ότι θα ακολουθήσει και τότε έχουμε εξέλιξη.


Κείμενο: Θανάσης Καμπάνης

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Mastodon – Live At The Aragon (CD/DVD) (Reprise Records, Warner Music)

Οι Mastodon ποτέ δεν ήταν και οι πιο φυσιολογικοί. Όταν δημιουργήθηκαν όλοι οι τότε “κακοί” μεταλλάδες διέθεταν χαίτες και ήταν ζωγραφισμένοι από την κορυφή μέχρι τα νύχια με “διαόλια και τριβόλια”, ενώ ο Dailor είχε αντίστοιχα κόμη ροκαμπιλλά και τατουάζ ακόμη και με τον John Travolta (!) στην γνωστή του φιγούρα από τον “Πυρετό το Σαββατόβραδο”, ο Kelliher πολλά από το Star Wars, ο Hinds με διάφορα μυθικά και κινηματογραφικά τέρατα, ενώ μαζί του ο Sanders έβγαινε στη σκηνή, σε μια άλλη μπάντα, φορώντας μπικίνι!
Αυτή η αντισυμβατικότητα είχε ήδη περάσει στην μουσική τους άποψη κι έκτοτε η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Πέρα από το πρώτο τους EP, που εκδόθηκε μετά από χρόνια στο “Call of the Mastodon”, η “επίθεση” άρχισε με το ΕΡ “Lifesblood” και το πρώτο τους LP, το “Remission” που έκανε το φλεγόμενο άλογο να πετάξει μακριά και τα μάτια να στραφούν πάνω του. Δεύτερη δουλειά και τα αυτιά όλων ξεχειλίζουν από τα απόνερα της μεγάλης λευκής φάλαινας και το καμάκι του καπετάνιου Ahab καρφώνει το “Leviathan” στην πρώτη θέση των δίσκων της χρονιάς. Κι ενώ όλοι θεωρούσαν πως έπεται μια κοιλιά, τους διαψεύδουν και κυκλοφορούν το επίσης καταπληκτικό “Blood Mountain”, με το οποίο πλέον καταξιώνονται. “Εντάξει”, λέει πάλι το κοινό, “τώρα θα γίνει η κοιλιά”. Κι όμως, έκαναν τον ήχο τους ελαφρώς πιο κλασικό, έφτιαξαν το απύθμενης έμπνευσης, “Crack the Skye”, το πιο προσωπικό άλμπουμ τους μέχρι τώρα, για να ξορκίσουν τους δαίμονές τους. O Dailor το αφιερώνει στη μνήμη της αδερφής του, Skye Dailor, η οποία πέθανε σε ηλικία 14 ετών κι ο Hinds μιλάει για το εγκεφαλικό τραύμα, που ξεπέρασε μετά από πολλούς μήνες. Αυτό λοιπόν αποφάσισαν να τιμήσουν, με ένα live που θα έμενε αξέχαστο σε όσους το παρακολουθούσαν.


Το Aragon Ballroom στο Chicago φάνταζε ίσως ιδανικό για την οπτικοακουστική πανδαισία που ετοίμασαν για το πρώτο τους live DVD (το παλαιότερο Workhorse Chronicles ήταν ουσιαστικά μια ανασκόπηση της μέχρι τότε πορείας τους). Ο κόσμος είχε γεμίσει τον χώρο σε αρένα κι εξώστες κι ανυπομονούσε για την έναρξη. Με τις πρώτες εμβληματικές νότες του “Oblivion” ξεσπούν όλοι και σίγουρα ένα ρίγος πιάνει τον καθένα, όχι μόνο όσους βρίσκονταν εκεί, αλλά κι αυτούς μπροστά από τις οθόνες, βεβαιώνοντάς τους πως ό,τι επακολουθήσει θα αξίζει να μνημονεύεται. Το μόνο που φοβόμουν ήταν ο ήχος του show, καθώς όλες τις φορές που ήρθαν στην χώρα μας, ήταν από μέτριος έως κακός, αλλά ευτυχώς τα πάντα είναι ευδιάκριτα με λίγη παραπάνω έμφαση στο μπάσο, κάτι που κάνει το αποτέλεσμα, ανά σημεία, να φέρνει λίγο σε κλασικό progressive. Τα φωνητικά του Dailor αναδεικνύουν την πτυχή του ως άξιο τραγουδιστή, ενώ αυτά του Hinds δίνουν έναν ακόμη southern rock τόνο. Εντύπωση μου έκαναν οι κιθάρες που άλλαξε με την διάφανη V και το 12χορδο “ταυράκι” να κλέβουν την παράσταση. Μπορώ με σιγουριά να πω πως πρόκειται για μεγάλη μορφή, με τα ανακατωμένα μαλλιά και το πλούσιο μούσι να θυμίζουν μια metal εκδοχή των ΖΖ Top διασταυρωμένη με Τζιμάκο. Μια δυναμική συνέχεια με το “Divinations” που προσφέρεται για ομαδικά χτυπήματα, όμως το video wall αφήνει αποσβολωμένους τους πάντες με το απίστευτο concept του “Crack The Skye: The Movie” που παίζει παράλληλα από πίσω κι ανεξάρτητα για κάθε κομμάτι. Έπεται το “Quintessence” και το σκηνικό παραμένει εκρηκτικό με τους Sanders και Kelliher να χτυπιούνται σε κάθε βαρύ σημείο και τον κόσμο να ακολουθεί. Κι όλα αυτά μόνο μέχρι εκεί, όπου μπαίνει το “The Czar” κι απλώνει την ψυχεδελική του μαγεία έως την τελευταία σπιθαμή του Aragon. Η ανατριχίλα από τις νότες του μπάσου στο πρώτο τμήμα του (Usurper) και της μελωδίας της κιθάρας στο τρίτο (Martyr) θα μπορούσε κάλλιστα να με κάνει να κλάψω κι ας με αποκαλέσει ο κάθε χαζομεταλάς αδερφή...


Η συνέχεια, όπως ακριβώς και στο άλμπουμ, με “Ghost Of Karelia” και ο ηχολήπτης κρατάει το μπάσο μεν ψηλά, όμως το λεπτό και καθαρό παίξιμο του Sanders το κάνει progressive, με εκείνη την όμορφη παλιά έννοια. Δυστυχώς στο ομώνυμο “Crack The Skye” που ακολούθησε, δεν εμφανίστηκε ο Scott Kelly των Neurosis, που τραγουδά στην κανονική εκτέλεση, όμως ο Sanders σαν παλιός καλός “κάφρος” που είναι, τον αντικατέστησε επάξια, με τον Dailor να βοηθάει στα δεύτερα. Ένας Dailor που αποδεικνύει για άλλη μια φορά την κλάση του πίσω από το drumset, με στακάτα χτυπήματα, ακρίβεια και ταχύτητα που έκαναν αναγνωρίσιμο τον ήχο των Mastodon από τις πρώτες τους κιόλας δουλειές. Και στο τέλος ο ύμνος “The Last Baron”, τον οποίο παίζουν λίγο πιο δυνατά από ότι στο studio, ενώ ξεδιπλώνεται όλο το μεγαλείο της συνθετικής τους ικανότητας και το κοινό απλώς παραληρεί. Κι αφού μας κούφαναν, βάλθηκαν να μας τυφλώσουν κι από πάνω με το video wall και την ιστορία που αναπτύσσεται και φτάνει στο αποκορύφωμά της ενώ τα solo ξεχύνονται από κάθε ενισχυτή.

Τέλος του πρώτου μέρους της συναυλίας, και το κενό για ένα περίπου λεπτό συμπληρώνει ο Dereck Mitchka με τα πλήκτρα του, τα οποία συνοδεύουν καθ’ όλη τη διάρκεια του “Crack the Skye”.


Είναι γεγονός πως η τελευταία δισκογραφική τους δουλειά ήταν αρκετά ηπιότερη των προηγουμένων και γι’ αυτό το δεύτερο σκέλος μπαίνει με τα ισοπεδωτικά “Circle of Cysquatch” και “Aqua Dementia”, όπου τα mosh pit δίνουν και παίρνουν παράλληλα με τον κερασφόρο λύκο και την άσπρη φάλαινα στο video wall. Τελειώνοντας το δεύτερο ο Hinds φιλά την κιθάρα του, κάνοντάς με να πιστεύω πως αυτός ο άνθρωπος εκείνη την ώρα έχει βρει την ευτυχία. Δύο κομμάτια από το “Remission”, τα “Where Strides the Behemoth” και “Mother Puncher” ώστε να μην μείνει κάτι όρθιο και κλείνουν με την αγαπημένη τους διασκευή στο “The Bit” των Melvins.

Καθώς τα visuals που συνόδευαν το “Crack The Skye” δεν ήταν ορατά και κατανοητά κατά τη διάρκεια του live, οι συντελεστές το συμπεριέλαβαν σαν ξεχωριστή επιλογή μέσα στο DVD κι έτσι όλο το άλμπουμ προσφέρεται μέσω επτά ταινιών μικρού μήκους. Σε αυτές παρακολουθούμε την ιστορία ενός νεαρού ασθενούς στο χείλος της ζωής κι ενός μάρτυρα που δολοφονείται αλλά σαν πνεύμα σώζει το παιδί.

Η αισθητική του παλιού βωβού κινηματογράφου φαντασίας, καθώς και η θαμπή εικόνα με την ελαφρώς υψηλότερη ταχύτητα, ασκούν μια απόκοσμη γοητεία και μαζί με τα καλειδοσκοπικά σχέδια που βασίζονται στο artwork του Paul Romano, φέρνουν ένα φαντασμαγορικό αποτέλεσμα που ουσιαστικά είναι, για την σκηνή του σύγχρονου metal, ότι ήταν για τους παλιότερους τα “Yellow Submarine” και “The Wall”.

Το “Crack the Skye: The Movie” φέρνει τους Mastodon σαν καλλιτέχνες γενικότερα ένα σκαλί ψηλότερα και προσωπικά πιστεύω πως η ταινία είναι σημαντικότερη κυκλοφορία από ότι είναι το live. Ο συνδυασμός τους όμως, ήταν ό,τι καλύτερο επιζητούσαν οι οπαδοί που παρευρέθηκαν εκεί, κάτι που συνολικά κάνει το “Live At The Aragon” ένα εκπληκτικό πακέτο για όλους.


Είναι το metal συγκρότημα της δεκαετίας και το επιβεβαιώνουν με κάθε ευκαιρία, οδεύοντας μόνο προς τα πάνω. Επαναλαμβάνω πάντως... εάν ήμουν εκεί θα έκλαιγα από τη χαρά μου κι ας με κακοχαρακτήριζαν.




Κείμενο: Βασίλης Μπακογιάννης

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Marianne Faithfull : Horses And High Heels (Phantom Records 2011)


H Marianne Faithfull, είναι μια γυναίκα που δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ο βίος της και τα μουσικά της δείγματα την έχουν κάνει να βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια στη σφαίρα του μυθικού. Και όπως είναι φυσικό ένας μύθος δεν φεύγει τόσο εύκολα από το προσκήνιο. Έτσι η Faithfull επανήλθε σε αυτό με το 23ο κατά σειρά άλμπουμ της, ένα άλμπουμ το οποίο μπορεί να μην κάνει το τεράστιο Μπαμπ, αλλά το οποίο είναι ικανό να αποδείξει περίτρανα πως παρά το γεγονός ότι έχει περάσει τα 60 της παραμένει ένα καλλιτεχνικό πνεύμα ανήσυχο και άκρως δημιουργικό.
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε εξολοκλήρου στην Νέα Ορλεάνη και σε αυτό συμμετείχε με πλειάδα από καταξιωμένους καλλιτέχνες και φίλους της Faithfull (Lou Reed,Wayne Kramer και Dr John) οι οποίοι είχαν ρόλο καθαρά υποστηρικτικό, δίνοντας απλά μια χείρα βοηθείας για να αναδείξει η φίλη τους το μεγαλείο της φωνής της. Ας περάσουμε όμως στο καθαρά μουσικό κομμάτι αυτής της κυκλοφορίας που είναι και αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο.

Το άλμπουμ ξεκινά με το The Stations,ένα τραγούδι που είναι πραγματική γροθιά στο στομάχι του ακροατή. Οι Dulli και Lanegan δημιούργησαν ένα κομμάτι πραγματικά ανατριχιαστικό και η Faithfull με την μελαγχολική της χροιά του έδωσε απλά το χρώμα που του άρμοζε για να χαρακτηριστεί μεγαλειώδες. Το Why Did We Have to Part που ακολουθεί είναι ένα τραγούδι που ταιριάζει γάντι στο στυλ που μας έχει συνηθίσει τόσα χρόνια η Faithfull.Ατμοσφαιρικό, ακουστικό, με μια ερμηνεία που ξεχειλίζει από πάθος και συναίσθημα. Μια πραγματική κατάθεση ψυχής. Συνέχεια με το That's How Every Empire Falls,το οποίο έχει μια πιο bluesy χροιά, ενώ η απαλή φωνή της Faithfull έρχεται να συμπληρώσει ιδανικά τη μελωδία καθιστώντας το ένα εξαιρετικό τραγούδι. Αλλαγή ρυθμού σε πιο funk μονοπάτια με το No Reason και έχουμε μπροστά μας ένα τραγούδι ταξιδιάρικο.

Το Prussian Blue σηματοδοτεί μια στροφή σε πιο soft-rock ήχους με την μελωδία του να φέρνει στο μυαλό την ώριμη περίοδο των Velvet Underground.Ακολουθεί το Floyd-ικό Love Song,που αποδεικνύει πως μια πραγματικά όμορφη μελωδία μπορεί να αναδειχθεί μέσα από μία εξαιρετική ερμηνεία. Με το Gee Baby η Faithfull μοιάζει σα να τιμά τους μεγάλους Rolling Stones (άλλωστε η σχέση της μαζί τους ήταν πάντα πολυεπίπεδη). Το παιχνιδιάρικο πιάνο σε συνδυασμό με τα blues riffs συνθέτουν ένα τρομερό μουσικό σκηνικό. Με το Goin' Back νιώθεις το πάθος να ξεχειλίζει από παντού. Η ερμηνεία της Faithfull είναι τόσο προσωπική και τόσο σπαρακτική που σε κάνει να νομίζεις ότι ο κάθε στίχος που τραγουδά αποτελεί προσωπικό βίωμα. Εξίσου προσωπικό και βιωματικό και το Past, Present and Future,με την Faithfull να κάνει ουσιαστικά μια αναδρομή στη ζωή της με τον δικό της μοναδικό τρόπο.

Το μελαγχολικό συναίσθημα των δύο προηγούμενων τραγουδιών σπάει κάπως με το εκπληκτικό Horses and High Heels,ένα τραγούδι που είναι και πάλι χαρακτηριστικό της Faithfull και που σίγουρα αποτελεί ένα από τα highlights του άλμπουμ. Στο Back in Baby's Arms αυτό που κυριαρχεί είναι η δύναμη της φωνής της Faithfull,λίγο πριν το Eternity το οποίο με την folk-rock μελωδία του σε συνεπαίρνει στο μέγιστο. Το άλμπουμ κλείνει με το The Old House ένα τραγούδι που αποτελεί το ιδανικό κλείσιμο. Αργό σε ρυθμό, με γλυκιά μελωδία σε ταξιδεύει και σε οδηγεί σιγά-σιγά στο τέρμα.

Κακά τα ψέματα, ένα άλμπουμ της Marianne Faithfull δεν μπορεί να κριθεί από μία και μόνο ακρόαση. Το εκπληκτικό με αυτή τη δουλειά είναι ότι κάθε φορά που την ακούς νιώθεις διαφορετικά, αλλά πάντοτε το συναίσθημα και η αύρα του παραμένουν θετικά και ευχάριστα. Το ατίθασο κορίτσι μπορεί πλέον να μην υπάρχει, αλλά έχει δώσει τη θέση του σε μια καλλιτέχνη υψηλής κλάσης που μετά από 47 χρόνια καριέρας και 23 άλμπουμ παραμένει το ίδιο ενδιαφέρουσα για τους ακροατές της. Ναι το Horses and High Heels είναι μια πολύ καλή δουλειά, ειλικρινής και χαμηλών τόνων και είναι βέβαιο ότι θα ικανοποιήσει και τους ακροατές που δεν ανήκουν στο φανατικό κοινό της Faithfull.

Κείμενο : Γιώργος Παρδάλης