Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Obscura : Omnivium (Relapse Records)


Υπάρχουν μπάντες που δημιουργούν έργα αντάξια μελέτης από μουσικούς και ταυτόχρονα ισάξια με αντίστοιχα που προωθούνται και προβάλλονται από τα μέσα ως ύψιστη μορφή τέχνης. Μπορεί το ρεπερτόριο της λυρικής σκηνής να απαρτίζεται από ό,τι θα άρεσε στον Αλέξη Κωστάλα, όμως αυτό δεν σημαίνει πως εκεί σταματά η ποιότητα. Βέβαια τα metal συγκροτήματα είναι καταδικασμένα να απευθύνονται μόνο στο αφοσιωμένο κοινό τους, μακριά από το επιτηδευμένο ακροατήριο της όπερας, για παράδειγμα. Το ύφος είναι που τους μετατρέπει από γεννησιμιού σε απόκληρους ενός μουσικού καθωσπρεπισμού, κάτι που γίνεται ακόμα πιο εμφανές στα σκληρά είδη, όπως το death metal. Όσο αξιόλογος και να γίνει ένας δίσκος θα μείνει σε μια αφάνεια και θα κρατηθεί μεταξύ λίγων. Τρανή περίπτωση οι Necrophagist των οποίων ο τραγουδιστής – κιθαρίστας Muhammed Suicmez μαζί με τον έτερο κιθαρίστα Christian Muenzner, επηρεασμένοι από τους Μπετόβεν και Προκόφιεφ παρέδωσαν ένα εκπληκτικό δείγμα, το “Epitaph”, για το πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει ακόμη και αυτό το ιδίωμα. Εκεί αλλά λίγο χαμηλότερα φαίνεται πως φτάνει και η άλλη μπάντα του Muenzner, οι Obscura.
Αποτελούμενη πλέον από δύο μέλη των Necrophagist, τον Muenzner και τον drummer Hannes Grossmann, μαζί με τον ιδρυτή Steffen Kummerer στην κιθάρα και τα φωνητικά και τον Jeroen Paul Thesseling, που πρωτοεμφανίστηκε με τους Pestilence το 1993 στο μπάσο, συμπληρώνουν ένα σύνολο μεγάλων προδιαγραφών. Η ιστορία δείχνει μεγάλη πρόοδο μέσα από τους τρεις προηγούμενους δίσκους, αφού οι δύο πρώτοι αναπαρήγαγαν ένα κλασικό death metal στο ύφος των Morbid Angel και πρώιμων Death με καλύτερο το δεύτερο “Retribution”, χωρίς ωστόσο να ξεφεύγει από τα αδιάφορα πλέον στερεότυπα του είδους. Με την προσθήκη νέων μουσικών, το τρίτο στη σειρά “Cosmogenesis”, ανέβασε κατακόρυφα την ποιότητα και δημιούργησε δονήσεις γύρω από το όνομά τους.
Το “Omnivium” (ο παμφάγος) ως τέταρτη δουλειά των Γερμανών έρχεται να συμπληρώσει τα όποια συνθετικά κενά που ενδεχομένως είχε ο προκάτοχός του. Ένα άλμπουμ προωθημένο αρκετά από την Relapse και που με την εμφάνισή του σε εξειδικευμένα δισκοπωλεία εξαντλήθηκε με την πρώτη, προς μεγάλη έκπληξή μου.
Για την τεχνική κατάρτιση των τεσσάρων μελών δεν χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερος λόγος. Η συνεχής εκμάθηση φαίνεται να είναι καθημερινή ασχολία με αποτέλεσμα έναν καταιγισμό από νότες καθ’ όλη τη διάρκεια. Η προσέγγιση δείχνει τις ομοιότητες με τους Necrophagist, κυρίως στα riff και solo, ενώ κάποια progressive στοιχεία γίνονται σαφή μέσα από στιγμές που προδίδουν Cynic, όπως η θεματολογία που άλλωστε είναι βασισμένη στην νουβέλα του Friedrich SchellingOn natures connection to the spirit world” και οι τίτλοι μαζί με τους στίχους μαρτυρούν μια πνευματική αναζήτηση, κάτι άγνωστο σε άλλο συγκρότημα αυτής της σκηνής.
Ο καθαρότατος ήχος είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά διαφορετικότητας από τα άλλα παρόμοια σχήματα. Σχεδόν όλα τα riff είναι πολύπλοκα και κρατούν ένα επιθετικό μεν, αρκετά εκλεπτυσμένο ύφος δε. Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις που ηθελημένα “μπουκώνουν” κιθάρες όπως στο “Ocean Gateways” για να έχουν ένα αγριότατο αποτέλεσμα. Η δουλειά των Muenzner και Kummerer είναι όμως ουσιαστικά το ατού του “Omnivium”. Από την αρχή μέχρι το τέλος οι κοφτές μελωδίες και τα καταπληκτικά, υπερτεχνικά σόλο θα ικανοποιήσουν οποιονδήποτε απαιτητικό κιθαρίστα, όπως έκαναν και πριν λίγα χρόνια στο “Cosmogenesis”. Αυτή τη φορά όμως η σύνθεση έχει ωριμάσει, δίνοντας πολλή σημασία στη μελωδία. Πάρτε για παράδειγμα το πολυπλοκότατο riff του “Prismal Dawn” το οποίο μόνο έτσι παιγμένο θα μπορούσε να ηχεί όμορφο. Εντύπωση μου έκανε μια αλλαγή στο “Velocity”, η οποία ουσιαστικά αποτελούταν από την εισαγωγική απίστευτη μελωδία του “Meeting of the Spirits”, του μεγάλου fusion συγκροτήματος Mahavishnu Orchestra, κομμάτι που έχουν διασκευάσει οι Cynic. Η συνέχεια εξίσου εκπληκτική με ένα σόλο αντάξιο των προσδοκιών μου. Μεγάλη εμφάνιση κάνει και ο Thesseling με το άταστο μπάσο του και είναι αυτός που δίνει τον progressivejazz τόνο στο άλμπουμ. Η παραγωγή δεν μείωσε καθόλου την έντασή του ώστε να προηγούνται οι κιθάρες, αλλά το άφησε να αναπτυχθεί και να δώσει τρομερές στιγμές. Θα αναφέρω μόνο το σχεδόν ορχηστρικό “A Transcedental Serenade” με σόλο και jazz περάσματα που με πάνε πίσω σε Cynic και Atheist και τους μεγάλους Sean Malone και Tony Choy. O Grossmann από την άλλη χρησιμοποιεί την πεπατημένη και παίζει τον ρόλο της πυροβολαρχίας πίσω από το set του με blastbeat και δίκασο σε πρώτο πλάνο, ενώ πιστεύω πως θα μπορούσε να παίξει με περισσότερη φαντασία, αν σκοπός τους ήταν να ακολουθήσουν progressive μονοπάτια.
Η πορεία των Obscura πλέον είναι ανοδική και με μεγάλη κλίση. Ωριμάζουν μουσικά και στιχουργικά, ενώ η αντιμετώπισή τους φανερώνει μυαλό ανοιχτό σε προκλήσεις, όπως είναι τα καθαρά φωνητικά που χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο ο Kummerer. Μπορεί να μην θέλουν να γίνουν fusion, σαν τα ινδάλματά τους, τους Cynic, αν και δείχνουν τέτοιες τάσεις, όμως καταφέρνουν να αποτελέσουν το αντίπαλο δέος για τους Necrophagist, που μέχρι τώρα μονοπωλούσαν αυτό το ιδιόμορφο, τεχνικό και καλλιτεχνικό ιδίωμα του πιο σκληρού ήχου.
Κείμενο: Βασίλης Μπακογιάννης