Οι Ελβετοί φημίζονται για τις τράπεζές τους, τα ρολόγια τους, τα τυριά τους, την εμμονή τους για καθαριότητα και τάξη αλλά σίγουρα όχι για τα συγκροτήματά τους. Πάντα κάποιοι έκαναν δειλές εμφανίσεις, όμως ποτέ δεν υπήρξε μπάντα με πρωτοπόρες ιδέες ώστε να βοηθήσει στην ανάδειξη ενός ιδιώματος. Καμία, εκτός από τους Knut.
Χρόνια στο κουρμπέτι, παραδίδουν μαθήματα σκληρής μουσικής από το 1994 μέσω πλήθους EP και των δίσκων “Bastardizer”, “Knut”, “Challenger”, “Terraformer” και τώρα με το “Wonder”. Με τα πρώτα τους έδιναν μια γερή κλωτσιά σε ότι κοινότυπο, σοβαροφανές και θεωρητικά άγριο της αρχής των ’00, εισάγοντας και μπλέκοντας είδη μεταξύ τους με αποτέλεσμα ένα post-math-hardcore που όμοιό του μόνο ελάχιστοι είχαν διανοηθεί να παίξουν. Από τότε έχουν βγει τόσοι, που ισχυρίζονται ότι μοιάζουν δήθεν στους Dillinger Escape Plan (μήπως και πουλήσουν), αλλά ουσιαστικά οι περισσότεροι αποτελούν άσχημα αντίγραφα των Ελβετών. Δύσκολα μπορεί κάποιος να αναπαράγει έναν τέτοιον ήχο και ταυτόχρονα να συνθέτει ανάλογες μελωδίες χωρίς να γίνεται κουραστικός, όπως στο, σχεδόν, 20λεπτο μινιμαλιστικό έπος “march” από το “Challenger”.
Μετά λοιπόν και το ανεπανάληπτο “Terraformer”, στο οποίο πειραματίστηκαν λίγο παραπάνω από τις προηγούμενες δουλειές τους, αλλά παράλληλα ανέβασαν ψηλότερα τον πήχη, έρχονται με το “Wonder” να δείξουν και πάλι τα δόντια τους. Ένας δίσκος που πολλοί περίμεναν και σίγουρα θα απολαύσουν.
Το ύφος του εναλλάσσεται από το κλασικό επιθετικό τους που θα μπορούσε να είναι soundtrack για αφηνιασμένους, σε post με πολλή ταξιδιάρικη και αισιόδοξη διάθεση. Όπως στο instrumental “If We Can’t Fly There, We’ll Take The Boat”, όπου τα δυο μέρη του φαίνεται να κάνουν τον διαχωρισμό μεταξύ αεροπλάνων και πλοίων χρησιμοποιώντας τις αντίστοιχες ταχύτητες στο πρώτο, που θυμίζει αέρινες πορείες, ενώ στο δεύτερο κινούνται με αργά και βαρύγδουπα θέματα, που ταιριάζουν σε ένα μεγάλο και δυσκίνητο καράβι.
Το κυρίως μέρος φυσικά ανήκει στον χαρακτηριστικό τους χαμό, στον οποίο χρωστάει πολλά αυτή η σκηνή. Οι νότες μοιάζουν να τρέχουν σαν τρελές, κυρίως λόγω drums, αλλά και των ακατάπαυστων στρυφνών μελωδιών των εγχόρδων.
Η νοοτροπία όχι μόνο δεν έχει αλλάξει, αλλά πλέον η ωριμότητά τους είναι το κύριο στοιχείο μιας σκληρής μουσικής που διαφοροποιείται από τις άλλες, λόγω παιδείας ή απλά προοδευτικών καταβολών. Ρυθμός και ορυμαγδός σε κάθε ένα από αυτά τα τραγούδια, που φαίνεται να έχουν το βάρος και την δύναμη ενός οδοστρωτήρα εν κινήσει, καθώς οι κιθάρες μαζί με το μπάσο δίνουν τον τόνο άλλοτε math παροξυσμού, έτοιμο να ισοπεδώσει τα πάντα κι άλλοτε παρανοϊκού progressive drone. Κομμάτια όπως το “Calamity” ή το “Lemmings” αποτελούν mathcore χείμαρρους που θυμίζουν Burnt By The Sun ή και Mastodon του “Remission”, όπου κι αυτοί τότε έπαιζαν ένα παρόμοιο μίγμα. Ο drummer Roderic Mounir εξαιρετικός σε όλο τον δίσκο, αναδεικνύει τις ικανότητες και την ευελιξία του ανάμεσα στις διαφορετικές συνθέσεις. Πολύπλοκος με σαρωτικά περάσματα που μοιάζουν με αφρισμένο ποτάμι, έτοιμο να παρασύρει τα πάντα στο διάβα του, ενώ στα instrumental σημεία δείχνει ένα πιο progressive πρόσωπο που συμβαδίζει με το post ύφος. Τα φωνητικά του Didier Severin παραμένουν το ίδιο άγρια και πνιχτά, όπως απαιτεί η σχολή που δημιούργησαν οι ίδιοι, παρέα με τους προαναφερθέντες Burnt By The Sun, Mastodon ή και τους Coalesce. Η παραγωγή έχει στηθεί στα μέτρα τους και αφήνει διάχυτη μια βρωμιά που πλέον λέγεται sludge, αλλά υπάρχει εδώ και καιρό στους Ελβετούς.
Οι ίδιοι παραμένουν όσο πιο underground γίνεται, μιας κι ο ήχος αυτός βαδίζει από μόνος του σε “υπόγεια” μονοπάτια. Το θεωρούν βασικό συστατικό τους και δεν φαίνεται να έχουν διάθεση να το αλλάξουν.
Το “Wonder” είναι η ιδανική συνέχεια για το έργο των Knut. Γεμάτο από όλα εκείνα τα στοιχεία που τους ανέβασαν στην υπόληψη των οπαδών του σκληρού και σκεπτόμενου ήχου, αλλά και από καλλιτεχνικές ανησυχίες που εκφράζουν, χωρίς στίχους αυτή τη φορά, μια διαφορετική άποψη από ένα συγκρότημα που δεν περίμενε κανείς να δείχνει οπτιμιστική συμπεριφορά.
Κείμενο : Βασίλης Μπακογιάννης