Ένα ντουέτο από την Γερμανία κάνει την τρίτη δισκογραφική του προσπάθεια, στήνοντας ένα σκηνικό γύρω από την rock, που θα ζηλέψουν όλοι και θα φθονήσουν όσοι έχουν 4 ή 5 μέλη στην μπάντα τους. Γιατί δεν είναι δυνατόν οι Beehoover να αποτελούνται μόνο από drummer και μπασίστα – τραγουδιστή και να βγάζουν τόσο ολοκληρωμένα έργα, που άλλοι ακόμα παλεύουν να βρουν μουσικούς μήπως και τους κατέβει καμιά ιδέα παραπάνω.
Οι Γερμανοί λοιπόν κυκλοφορούν τον τρίτο τους δίσκο “Concrete Catalyst”, μετά το πολύ καλό “Heavy Zooo”, το ντεμπούτο τους “The sun behind the dustbin “ κι ένα EP, κάνοντας μία τρομερή προσπάθεια, δεδομένου ότι είναι δυάδα και δίνουν ένα εκπληκτικό progressive rock εναλλακτικής προσέγγισης.
Το γεγονός ότι είναι μόνο δύο, δεν ήταν επιλογή τους, αλλά μια συγκυρία γεγονότων και ίσως κάποιων ιδιοτροπιών τους. Όπως λένε οι ίδιοι, ήθελαν να δημιουργήσουν ένα κανονικό συγκρότημα αποτελούμενο από κιθάρα, μπάσο, drums και φωνή, αλλά με κανέναν από τους υποψήφιους συνοδοιπόρους στο μουσικό ταξίδι τους, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν, οπότε κατέληξαν να τα κάνουν όλα μόνοι τους. Ο Ingmar Petersen ανέλαβε το μπάσο και το τραγούδι, ενώ ενίοτε παίζει και κιθάρα και ο Claus – Peter Hamisch κάθεται πίσω από τα τύμπανα ενώ βοηθάει και στα τεχνικά ζητήματα της ηχογράφησης και της μίξης, όπως λέει το βιογραφικό τους.
Με μια πρώτη επαφή με το “Concrete Catalyst” κάποιου το μάτι θα πέσει στο εξαιρετικά ενδιαφέρον εξώφυλλο, που απεικονίζει μια κατασκευή γοτθικού ρυθμού που θυμίζει καθολική εκκλησία χωρίς όμως να ξεχωρίζει η βάση, η είσοδος ή ο προσανατολισμός του. Στο εσωτερικό οι εικόνες γίνονται ακόμα πιο αλλόκοτες και τα κτίσματα μοιάζουν πιο πολύ με χάρτες ή ακόμη και σκεύη. Όλα αυτά αποτελούνται από φωτογραφίες του Wim Delvoye, ενός καλλιτέχνη που δεν έχει σχέση με τους Beehoover, αλλά δανείστηκαν μέρος από έργα του και με την βοήθεια του Malte Seidel, δημιούργησαν ένα πολύ όμορφο artwork.
Στο ακουστικό κομμάτι τα πράγματα είναι περισσότερο σαφή από ότι στο οπτικό. Καταπληκτική δουλειά στο μπάσο, που καταφέρνει και επισκιάζει την απουσία της κιθάρας, η οποία υπάρχει σε ακουστική μορφή βέβαια, δίνοντας riff εκπληκτικής απλότητας, που έχουν μια post μυρωδιά από Shora ή και Red Sparrows. Πιο επιθετικοί και καθώς διαθέτουν φωνητικά, (ενώ οι προηγούμενοι είναι ορχηστικοί) φαίνεται να χαρακτηρίζονται από έναν δυναμισμό που σπάει τις λίγες μελαγχολικές τάσεις τους και αφήνει στο τέλος μια γεύση κλασικής ροκιάς. Η νοοτροπία βέβαια είναι αρκετά προοδευτική, χάρη στις πολλές αλλαγές στο ύφος. Από απαλές μελωδίες σε παραμορφωμένο μπάσο με υψηλούς τόνους κι από prog μέρη σε άλλα που μπορεί να θυμίσουν ακόμη και Tool. Σε αυτό φυσικά συμβάλλουν τα drums του Hamisch, ο οποίος παίζει καταπληκτικούς ρυθμούς, τονίζει και γεμίζει όπου πρέπει, ενώ αφήνει τη φαντασία του να δημιουργήσει μερικά “ταιριαστά παράδοξα” και να παίξει με τους ήχους. Η φωνή του Petersen δίνει ίσως το πιο αυθεντικό στοιχείο στην μπάντα τους. Ζεστή και καθαρή, παρόλη την “βρωμιά” της, ταιριάζει απόλυτα στα ακουστικά και ήρεμα σημεία από τη μία, αλλά και στα παραμορφωμένα θέματα του μπάσου από την άλλη, όπου ίσως κάποιος να την παρομοιάσει με αυτή του Neil Fallon των Clutch. Σε ελάχιστες στιγμές μάλιστα, τα φωνητικά δίνουν ένα εξιταρισμένο έναυσμα για τα όργανα, ώστε να μπουν την κατάλληλη στιγμή και να ανεβάσουν τους τόνους, κάτι που παραπέμπει σε άλλες σκηνές. Πάθος σε κάθε σύνθεση, που φανερώνει μια αστείρευτη διάθεση για δημιουργία μουσικής και όχι απλώς ενός album, που θα τους προωθήσει βιομηχανικά.
Συναίσθημα, όπως στο post rock, εκτέλεση και τεχνική κατάρτιση υποδειγματική, όπως στο progressive, που δείχνει ότι κανένα όργανο δεν είναι συνοδευτικό, όπως πολλοί θεωρούν το μπάσο και τα drums και εν τέλει ένα σύνολο που προκύπτει από όλα τα παραπάνω δίνοντας ένα δίσκο έτοιμο να κατακτήσει όσους εκτιμούν τα πειράματα στον ήχο τους ή θέλουν το rock τους λίγο διαφορετικό.
Κείμενο : Βασίλης Μπακογιάννης