Από τις αρχές του ’90 ορμώμενη, η σκηνή του τεχνικού – progressive death metal έχει καταλήξει στις μέρες μας ένα ιδίωμα του σκληρού ήχου που έχει πλέον αναγνωριστεί από μεγάλους παίκτες των τριών – τεσσάρων από τα όργανα που την απαρτίζουν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως οι drummer και οι μπασίστες πολλών τέτοιων συγκροτημάτων φιγουράρουν σε περιοδικά που αναφέρονται σε αυτά τα μουσικά όργανά, ενώ οι κιθαρίστες έχουν ξεφύγει τεχνικώς, καθώς δεν νοείται τεχνική μπάντα χωρίς πολύπλοκα και δύσκολα riffs.
Την τελευταία δεκαετία η σκηνή άρχισε να δέχεται διάφορες επιρροές από άλλα παρακλάδια του σκληρού ήχου, όπως το hardcore, ενώ οι επιρροές από την jazz (κοινό στοιχείο όλων των τεχνικών – progressive rock ακουσμάτων άλλωστε) έγιναν ακόμη πιο έντονες. Έτσι πολλοί δίσκοι βγήκαν στο προσκήνιο προσφέροντας αξιόλογα ακούσματα, τα οποία εξέλιξαν τον ήχο, όμως λίγα από αυτά ξεχώρισαν κι ακόμη πιο λίγα έγιναν γνωστά στο ευρύ κοινό.
Ορμώμενοι λοιπόν από όλες αυτές τις επιρροές, ένα συγκρότημα από την Αμερική, οι Within the Ruins, έρχονται με το Invade να δώσουν μία ώθηση σε ένα ιδίωμα που ξεπροβάλλει μεταξύ progressive death και hardcore κατεύθυνσης. Αν και άγνωστοι στο ελληνικό κοινό οι Αμερικανοί με αυτόν τον δίσκο φτάνουν αισίως τους τρεις, με τον προηγούμενό τους, το Creature, να αποτελεί εκπληκτικό δείγμα γραφής τους, με συνθέσεις που δεν βρίσκονται εύκολα σε άλλους παρόμοιους και με την τεχνική κατάρτιση και το ταλέντο πραγματικά να ξεχειλίζουν.
Έτσι και στο Invade οι Within the Ruins καταφέρνουν να δώσουν στον ακροατή μια πληθώρα από riffs τα οποία άλλοτε θυμίζουν την νέα αμερικάνικη σκηνή του death metal, άλλοτε το σημερινό προοδευτικό hardcore, άλλοτε μοιάζουν να έχουν μια πιο «παιχνιδιάρικη» διάθεση (όπως στο ορχηστρικό Ataxia) κι άλλοτε να θυμίζουν τους Necrophagist, αλλά σε μια πιο jazz εκδοχή τους.
Τεχνικά τα πράγματα βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα με τις κιθάρες να ξεχωρίζουν με την πρώτη ακρόαση. Καθαρά, αιχμηρά και πρωτότυπα riffs, τα οποία αν και πολύπλοκα δεν κουράζουν, απλά και μόνο γιατί οι συνθέσεις ρέουν τόσο καλά που η κάθε μια μοιάζει φυσική συνέχεια της άλλης. Το μπάσο μπορεί να μην ξεχωρίζει το ίδιο, είναι όμως κι αυτό σε υψηλά επίπεδα, παρόλο που η φύση του ήχου, όπως και η παραγωγή το αδικούν σε έναν μικρό βαθμό. Ο drummer κάνει πολύ καλή δουλειά αν και θα μπορούσε να είναι πιο ευφάνταστος σε αρκετά σημεία του δίσκου, ενώ το κάπως ξερό παίξιμό του ενδέχεται να κουράσει τους λιγότερο μυημένους στο συγκεκριμένο είδος.
Τα groovy σημεία διαδέχονται τα πιο κλασικά σε μια μίξη κλασικών και jazz συνθέσεων που δεν θα αφήσει κανέναν ασυγκίνητο, ιδίως αυτούς που περιμένουν κάτι διαφορετικό από μια μπάντα που παίζει σκληροπυρηνική μουσική και δεν έχει διάθεση να ρίξει τους τόνους. Το ύφος βέβαια όλης της δουλειάς των Αμερικανών είναι λίγο πολύ κοινότυπο. Τα φωνητικά περιορίζονται σε κραυγές (ευτυχώς όχι τόσο σε βρυχηθμούς αλλά σε μια πιο hardcore εκδοχή μιας death metal φωνής), οι συνθέσεις είναι πάντα σε αγριεμένη διάθεση, το αριστερό πόδι του drummer είναι μονίμως κολλημένο στην δεύτερη μπότα, ενώ το rhythm section των κιθάρων είναι αρκετά «ξερό», οπότε δεν μιλάμε για ποικιλία στον ήχο. Όχι πως δεν υπάρχει διάχυτη, απλά το είδος αυτής της μουσικής τους περιορίζει σε κάποιο βαθμό. Ίσως αν είχαν προσπαθήσει να προσθέσουν νέα στοιχεία (π.χ. πιο ήρεμα σημεία ή καθαρά φωνητικά) να είχαν μεγαλύτερη πέραση στο κοινό, αλλά από την άλλη ίσως να είχαμε χάσει κάποιες από τις εξαιρετικές συνθέσεις τους.
Το Invade, όπως και το Creature, δεν είναι ένας δίσκος που θα σηματοδοτήσει μια ολόκληρη σκηνή, όπως έκαναν οι Death και οι Cynic παλιότερα ή οι The Dillinger Escape Plan νεότερα. Είναι όμως ένας δίσκος που εξελίσσει τον ήχο, προσφέρει πάρα πολλά μέσα στην διάρκειά του (γι’ αυτό είναι και δύσκολος σαν άκουσμα) και καταφέρνει να διαφοροποιηθεί από τους υπόλοιπους του είδους του, μόνο και μόνο με τις συνθέσεις του. Καλό θα ήταν αν αναγνωριζόταν έστω και στην πορεία…
Κείμενο : Βασίλης Μπακογιάννης