Η μουσική βιομηχανία αν και έχει πάρει την κατιούσα τα τελευταία χρόνια λόγω Internet, συνεχίζει ακάθεκτη να δίνει στο κοινό όλο και περισσότερη ποιότητα και ποσότητα, κάτι το οποίο φυσικά δεν οφείλεται σε αυτήν, αλλά στα νέα συγκροτήματα των οποίων τα (μουσικά) σωθικά βράζουν. Κι ανάλογα την παιδεία που χαρακτηρίζει μια κοινωνία, αυτή θα δώσει και τις ευκαιρίες σε αυτούς που έχουν την διάθεση, την ικανότητα αλλά και τα κότσια να δημιουργήσουν. Και σε ποιες άλλες χώρες από τις Σκανδιναβικές δε γίνεται αυτό τόσο έντονα, ειδικά με την συγκεκριμένη τέχνη;
Έτσι και σε αυτήν την περίπτωση οι Σουηδοί, με το ομολογουμένως περίεργο όνομα για μπάντα, No Hawaii βαδίζουν σε μονοπάτια δύσβατα, που όμως οδηγούν τον ακροατή σε νέες κατευθύνσεις ενός ήχου που άρχισε από τους Neurosis και τους Isis.
Πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά για τους Σουηδούς λοιπόν οι οποίοι, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, κινούνται σε ένα post ύφος μεταξύ των δύο προαναφερθέντων συγκροτημάτων, των The Mars Volta και των Mastodon. Κάτι που πολύ εύκολα κάποιος θα διαπιστώσει στο Snake My Charms. Όμως αυτό που διαφοροποιεί κάποιον από το σύνολο είναι το προσωπικό στοιχείο και στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι τόσο έντονο που οι επιρροές διακρίνονται μόνο ως καταβολές τους.
Ο δίσκος αρχίζει με μια σαφέστατη αναφορά σε post στοιχεία τα οποία όμως συνοδεύονται από σχετικά υψηλές ταχύτητες για το είδος, ενώ ο διάχυτος δυναμισμός συνδυάζεται με μια νοσταλγία (και όχι μελαγχολία), σήμα κατατεθέν της σκηνής αυτής, που προκαλείται κυρίως από την μελωδία των καθαρών φωνητικών, τα οποία παίζουν μεγάλο ρόλο σε όλο τον δίσκο και ενισχύουν το post ύφος. Και ξαφνικά ξεπροβάλλουν αμιγώς hardcore αλλαγές οι οποίες δίνουν μια όψη στα κομμάτια παρόμοια με αυτή ενός αφηρημένου πίνακα ζωγραφικής που αφηγείται μια μάχη. Κι ενώ σε άλλες στιγμές φαίνεται η παράνοιά της, μέσω της αγριότητας του ρυθμού, της μελωδίας και των φωνητικών, ρίχνουν τους τόνους και δίνουν σημασία στο φυσικό περιβάλλον της υποτιθέμενης μάχης, θαυμάζοντας θα λέγαμε τα βουνά ή τη θάλασσα. Η δε ψυχεδέλεια που χρησιμοποιούν ανά τον δίσκο λειτουργεί κι αυτή με αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Σαν άλλος ένας ανασταλτικός παράγοντας, μαζί με τα ήρεμα σημεία, στο hardcore του δίσκου γι’ αυτούς που τον βλέπουν σαν πολύ σκληροπυρηνικό άκουσμα, ενώ για τους μυημένους σαν μια υπενθύμιση για την συνέχεια.
Πολλή καλή δουλειά στα τεχνικά σημεία, ειδικά στα drums, τα οποία δίνουν έναν δυναμικό έως και progressive αέρα στα κομμάτια του δίσκου, χωρίς να είναι υπερβολικά, ενώ το μπάσο κάνει εξαιρετική δουλειά, όπως στο μεγαλειώδες “Unleash the Kuru” όπου κρατά όλο το κομμάτι μέχρι να μπουν για τα καλά οι κιθάρες με την παραμόρφωση και να ισοπεδώσουν τα αυτιά και τα κεφάλια μας...
Πολλά διαφορετικά περάσματα στα τραγούδια, από post σε hardcore και μοντέρνο rock μέχρι την ψυχεδέλεια που μπορούν να δώσουν ακόμη και τα drums, οι εναλλαγές στα πολύ καλά φωνητικά και τελικά το χρώμα με το οποίο εμπλουτίζεται το hardcore, το ψυχεδελικό ύφος και τα progressive περάσματα δίνουν αυτό το προσωπικό στοιχείο που χαρακτηρίζει μια μπάντα που κάνει τα πρώτα ελπιδοφόρα βήματά της σε έναν απαιτητικό χώρο. Έναν χώρο στον οποίο οι Isis αφήνουν ένα κενό με την διάλυσή τους και οι υπόλοιποι καλούνται να εκμεταλλευτούν αλλά και να συμπληρώσουν.
Κείμενο: Βασίλης Μπακογιάννης