Στα σημαντικότερα μουσεία ανά τον κόσμο φιλοξενούνται ορισμένα από τα πιο μεγαλειώδη εκθέματα, είτε αυτά είναι ανακαλύψεις από αρχαίους πολιτισμούς είτε είναι τρανά επιτεύγματα της νεότερης ιστορίας του ανθρώπου. Σε όλα αυτά λοιπόν υπάρχει μια ταμπέλα που διαβάζουμε (το προφανές για τους περισσότερους): “ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΤΕ”.Η συγκεκριμένη ταμπέλα, κατά την φτωχή μου κρίση, θα έπρεπε να μπαίνει και σε δίσκους μουσικής για να μην μπορεί κανείς, ούτε καν οι δημιουργοί τους, να επέμβουν και να αλλοιώσουν το περιεχόμενο έστω και αν έχουν τις καλύτερες προθέσεις.
Κάτι τέτοιο λοιπόν συνέβη και με έναν από τους σημαντικότερους δίσκους της σκληρής μουσικής (συγκεκριμένα του epic metal) το επικό και μεγαλοπρεπές ντεμπούτο των Manowar, Battle Hymns. Ο λόγος; Μία πρόχειρη απάντηση θα ήταν: “Έλα ντε;”. Αν και τυγχάνω φανατικός υποστηρικτής της μπάντας, μου είναι δύσκολο να καταλάβω το παρών εγχείρημα. Στέρεψαν από ιδέες, έμπνευση και νέο υλικό όπως θα πουν οι περισσότεροι ή απλώς ήθελαν να προσφέρουν στις ορδές των φανατικών οπαδών τους το πρώτο τους διαμάντι κατεργασμένο με την βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας αλλά και της 30χρονης εμπειρίας τους;
Η παραγωγή είναι σαφώς καλύτερη και πιο γεμάτη από τότε, πράγμα απολύτως λογικό και επόμενο καθώς και η τεχνολογία είναι πιο προχωρημένη και δεν υπήρχε η πίεση του χρόνου. Στα τύμπανα κάθεται και πάλι ο Donnie Hamzik, ο οποίος έχει αντικαταστήσει πλέον τον Scott Columbus, παίζοντας περίπου με τον ίδιο τρόπο όπως τότε αλλά με δυνατό σύμμαχο την πολύ καλή παραγωγή. Το “βρώμικο” παίξιμο του Ross The Boss, που “ξεχειλίζει” στο original album, ανέλαβε να καλύψει ο Carl Logan προσθέτοντας τις δικές του κλασικίζουσες επιρροές και την τεχνοτροπία, “πατώντας” όμως πάνω στο αυθεντικό. Βέβαια οι παλιοί και παραδοσιακοί ακόλουθοι της μπάντας προτιμούν τον πρώτο όπως είναι φυσικό. Όσο για τον Eric Adams, που κατά γενική ομολογία διαθέτει μια από τις καλύτερες φωνές (για πολλούς την καλύτερη) στο heavy metal, κρατά τη σημαία ψηλά για ακόμα μια φορά και σώζει κάπως την όλη κατάσταση (για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις εννοώ την όλη κίνηση) με τη μαγική φωνή του. Τη θέση του Orson Welles, σαν αφηγητή στο “Dark Avenger”, έχει πάρει μια άλλη σημαντική προσωπικότητα του χώρου, ο Sir Christopher Lee που επίσης διαθέτει μια χαρακτηριστική, έντονη και επική χροιά στη φωνή του, κάνοντας τον, την καλύτερη επιλογή για αυτό τον ρόλο. Να σημειωθεί πως υπάρχουν και 2 bonus κομμάτια, τα ζωντανά ηχογραφημένα και ως τώρα ακυκλοφόρητα, Fast Taker και Death Tone (και τα 2 από το Battle Hymns) από live εμφανίσεις της μπάντας στις 31 Ιουλίου και 1η Αυγούστου του 1982 στο Texas.
Σίγουρα σε πιάνει ανατριχίλα σε μερικά σημεία και είναι λογικό. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Θέλοντας να βρίσκονται πάντα στην κορυφή έκαναν αρκετές πρωτοποριακές κινήσεις στο πέρασμα των χρόνων και κατάφερναν να ξεχωρίζουν. Όχι όμως και τώρα (π.χ. Twisted Sister - Still Hungry) κάνοντας πολύ κόσμο να αναρωτιέται τον σκοπό αυτής της κυκλοφορίας. Τουλάχιστον δημιουργείται μια καλή ευκαιρία να προσθέσουν πιο πολλά κομμάτια από το εν λόγω album στα τωρινά set list των ζωντανών εμφανίσεων τους.
Οι Manowar υπέγραψαν τότε το συμβόλαιο για αυτή την κυκλοφορία κυριολεκτικά με το ίδιο τους το αίμα σημαδεύοντας τον δίσκο ως κάτι το ιερό. Μια αξία που θα υπερασπίζονταν ακόμα και με τη ζωή τους. Ήταν η αρχή στο μακρύ ταξίδι τους για την κατάκτηση της Valhalla. Έπειτα από μεγαλειώδης ύμνους που κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να πλησιάσει (τόσο συνθετικά όσο και στιχουργικά) καθώς και τις αμέτρητες εκδηλώσεις της μεγάλης τους αγάπης για το heavy metal, έχοντας δημιουργήσει πραγματικές στρατιές φανατικών οπαδών που ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να ονειρευτεί ότι θα είχε, έπειτα λοιπόν από τόσα χρόνια διχάζουν (ξανά;) με αυτήν τους την κίνηση. Και αναρωτιέμαι… δεν είναι κρίμα να πριονίζουν οι ίδιοι τον θρόνο τους στον οποίο με τόσο κόπο, θυσίες και ασταμάτητη δουλειά κατάφεραν να ανέβουν και να παραμείνουν τόσα χρόνια;
Κείμενο : Άντωνης Κοντογιάννης