Οι δύο κιθαρίστες των Αμερικανών DÅÅth, Emil Werstler και Eyal Levi αν και μικροί σε ηλικία, θεωρούνται βιρτουόζοι και αρκετά προχωρημένα συνθετικά μυαλά. Έτσι, μια ωραία πρωία, ξύπνησαν κι αποφάσισαν από κοινού να γράψουν κάτι που δεν θα προοριζόταν για το συγκρότημά τους, αλλά θα εξέφραζε την πληθωρική προσωπικότητά τους, πέρα από τις κλασικές death – thrash φόρμες στις οποίες κινείται η μπάντα. Γι’ αυτό το λόγο, οι συνεργάτες τους στο “Avalanche of Worms” διαφοροποιήθηκαν από αυτούς των DÅÅth και συμπεριέλαβαν τον Kevin Scott στο μπάσο, τον Eric Guenther στα πλήκτρα κι ένα μεγάλο όνομα, τον Sean Reinert των Cynic, στα drums.
Φυσικά όλα τα παραπάνω όργανα έρχονται σε δεύτερη μοίρα, με τις κιθάρες δικαιωματικά να τα υποσκελίζουν και να καθιστούν σαφές ότι πρόκειται για δίσκο αφιερωμένο σε αυτές.
Η προσέγγιση δείχνει την παιδεία του διδύμου γύρω από το όργανό τους, κάτι που άλλωστε ο Levi απέκτησε από την φοίτησή του στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ, το οποίο όμως εγκατέλειψε για χάρη του συγκροτήματός του. Άρα όπως κάποιος σωστά θα υπέθετε, το πρώτο album τους, φέρνει κατά πολύ σε κλασικό progressive metal, της σχολής των Dream Theater, οι οποίοι φυσικά υπήρξαν φοιτητές του ίδιου πανεπιστημίου. Κάτι που φανερώνει το πόσο σημαντική είναι η παιδεία και πόσο μπορεί να επηρεάσει θετικά έναν μουσικό στον τρόπο σκέψης, σύνθεσης και αναπαραγωγής αυτών.
Τα κομμάτια του (ορχηστρικού) “Avalanche of Worms” διαθέτουν πυγμή κλασικού metal, σύγχρονη παραγωγή και άγριο ήχο που παραπέμπει στην μπάντα των ιθυνόντων του. Πολλά θέματα κατακλύζονται από μπάσα που δίνουν τρομερό όγκο, ενώ τα πλήκτρα μπορεί να δίνουν κάποιους χρωματισμούς μαζί τους, άλλοτε σαν συνοδοιπόροι με τις εξάχορδες, αλλά κυρίως αφήνοντας τον πρώτο λόγο για δράση σε αυτές. Πίσω από το drum set ο Reinert στέκεται εξαιρετικά όπως απαιτεί ο ρόλος του, χωρίς να θυμίζει κάτι από τα προοδευτικά στοιχεία των Cynic ή έστω του σχεδόν προ 20ετίας, “Human” των Death. Χρησιμοποιεί πιο κλασικές φόρμες και αναπαράγει ρυθμούς αρκετά διαφορετικούς μεταξύ τους, κι ανάλογα με την περίσταση ανεβάζει τους τόνους με διπλές μπότες ή τους χαμηλώνει με χαλαρό jazz παίξιμο .
Όλα αυτά βέβαια αποτελούν απλά ένα υπόβαθρο για να πατήσουν οι δύο έγχορδες θεές και να απελευθερώσουν τον χείμαρρο από νότες που είχαν κρυμμένο πίσω από τις ηχογραφήσεις των DÅÅth.
Οι Levi και Werstler ξεδιπλώνουν ένα ταλέντο που δεν περιορίζεται μόνο στην απαράμιλλη τεχνική τους, αλλά και σε μια συνθετική δεινότητα, άξια της ιστορίας της “progressive-μάνας” δισκογραφικής που τους φιλοξενεί, Magna Carta. Μπορεί να μην πρωτοτυπούν, όμως δείχνουν την αξία τους σε κάθε πενιά. Τα riff βαραίνουν τόσο που θυμίζουν λιγάκι από Lamb of God και Meshuggah, ενώ στη συνέχεια μπορεί να γίνονται progressive ή και πιο κλασικά, όπως στο φινάλε “Chrysalis Wound”, όπου το slide θυμίζει ελαφρώς δεκαετία ‘70. Κι όπως είναι φυσικό, μια τέτοια δουλειά δεν μπορεί να μην διαθέτει solos. Πολλές φορές τα κυρίως θέματα αποτελούνται από τέτοια, φέρνοντας ένα χαζό χαμόγελο στον ακροατή, είτε με την ταχύτητά, είτε με την μουσικότητά και τις υπέροχες μελωδίες τους. Πολλοί μπορεί να διακρίνουν επιρροές από τον John Petrucci (ίσως την κυριότερη), άλλοι από τον Jeff Waters των Annihilator, αλλά και κάποιες jazz, που ξεφυτρώνουν δεξιά κι αριστερά, φανερώνοντας μια αντίληψη ανοιχτή σε προκλήσεις και ποικίλους ήχους. Οι συνθέσεις διακατέχονται από μια πολυπλοκότητα, φυσικό επακόλουθο της νοοτροπίας τους, που ίσως να κουράσει τους λιγότερο συνηθισμένους σε τέτοια ακούσματα.
Η “χιονοστιβάδα από σκουλήκια” (μα τι τίτλος...) είναι ένας ολοκληρωμένος metal δίσκος, που πιάνει όλο το φάσμα του συγκεκριμένου είδους, στα πιο κλασικά του. Όλοι οι μεταλλάδες κιθαρίστες θα τον λατρέψουν, οι υπόλοιποι κιθαρίστες θα δουν κάτι καλό, ενώ οι σκληροπυρηνικοί θα αναφωνήσουν με δέος τα απαραίτητα “ πωπώ τι κάνει αυτός;” και “τι παίζει ρε ο τύπος;” Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι δύο οι τύποι κι έχουν άγριες διαθέσεις για μουσική.
Κείμενο : Βασίλης Μπακογιάννης