Η τάση που δημιουργήθηκε κατά την δεκαετία που πέρασε, με πρωτοστατούντες τους Mastodon και τους Baroness, καλά κρατεί και μάλιστα βρίσκεται ίσως στο απόγειο της δημοτικότητάς της. Βλέποντας την πιο rock πλευρά των συγκροτημάτων αυτών, φαίνεται πως έχουν επηρεάσει πολύ με τα στοιχεία της μουσικής τους, είτε αυτά είναι progressive, είτε κλασικές rock μελωδίες, είτε πρόκειται για καταιγιστικά riff που ξεσηκώνουν κόσμο. Οι Kylesa, οι Taint, οι Rwake κ.α. είναι μόνο λίγες μπάντες ακόμα, που έχουν εισάγει αυτή τη rock’n’roll αίσθηση στα τραγούδια τους, επαναφέροντας μια παλιά αίγλη, επαναπροσδιορισμένη στα σημερινά δεδομένα.
Μέσα σε αυτήν την καρποφόρα περίοδο ξεπροβάλλει άλλο ένα τέτοιο σχήμα, από την Αμερική κι αυτό, με το όνομα που δεν μπορώ με τίποτα να βρω την ετυμολογία του, οι Mose Giganticus. Μπορεί να υπάρχουν από το 1999, ως ηλεκτρονική κυρίως rock, όμως μόλις το 2006 εξέδωσαν την πρώτη τους δουλειά, με punk κατεύθυνση. Ο front man, Matt Garfield, (drums, φωνητικά, πλήκτρα και σύνθεση) φαίνεται πως είχε αρκετές επιρροές από τότε, μέχρι να φτάσει στο “Gift Horse”. Το οποίο αποτέλεσε και το ντεμπούτο τους στην Relapse Records, την εταιρία που έχει αναδείξει το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της σκηνής. Ένας δίσκος που η δισκογραφική προσπαθεί να προωθήσει και τον φιγουράρει στις σημαντικότερες κυκλοφορίες της χρονιάς.
Ίσως να μην έχει άδικο, αφού η μουσική τους μπορεί να μην διακατέχεται από μεγάλες καλλιτεχνικές ανησυχίες, όμως διαθέτει μια αμεσότητα στις μελωδίες της, απαραίτητη για την αναγνωρισιμότητα οποιασδήποτε μπάντας. Τα riff είναι αρκετά και σχετικά εύκολα, ενώ θυμίζουν την συνθετική προσέγγιση των Mastodon, κατά μία έννοια. Κατά μια δεύτερη, υπάρχουν όλα αυτά τα στοιχεία που τους διαφοροποιούν, μέχρι ένα σημείο.
Ιδιαίτερα έντονη γίνεται η παρουσία των πλήκτρων από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα, στα οποία ο Matt Garfield έχει δώσει πρωταγωνιστικό ρόλο. Άλλοτε παίζουν μαζί με τις κιθάρες των Joe Smiley και Brooks Wilson ή μοιράζονται δύο διαφορετικά μέρη μιας μελωδίας. Τα riff αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση επιρροής από Mastodon (και λιγότερο Baroness), χωρίς ευτυχώς να υποκύπτουν σε ευτελείς αντιγραφές, ενώ το ότι χρησιμοποιούν εκτενώς synthesizer και vocoder δίνει ένα στοιχείο που δεν είναι ιδιαίτερα κοινό γνώρισμα της σκηνής, αν και τελευταία όλο και περισσότεροι φαίνεται να δείχνουν συμπάθεια προς τέτοιου είδους όργανα. Άλλες ξεκάθαρες αναφορές γίνονται προς sludge μεριά, με πολλά σημεία να φέρνουν στο νου τους High On Fire ή και λίγο από Kylesa. Φυσικά όλα αυτά τα συγκροτήματα είχαν και έχουν τα δικά τους πρότυπα για συνθέσεις που γυρίζουν ακόμα πιο πίσω. Έτσι το φινάλε του δίσκου, με το “The Seventh Seal”, ακούγεται ως Metallica της περιόδου Load/Reload, με ένα κλασικό και “καθαρτήριο” riff, παράλληλα με ένα αργό solo.
Γενικά πάντως τα τραγούδια του, μόλις 29λεπτου, “Gift Horse” βαδίζουν γύρω από μια νοοτροπία που δείχνουν πόσο αρέσουν στον Garfield οι αγαπημένες μπάντες του, προσθέτοντας όμως τα δικά του συστατικά που προέρχονται ακόμα κι από ηλεκτρονική μουσική. Οι Kraftwerk ή ο Aphex Twin μπορεί να μην φαίνονται στις συνθέσεις, αλλά σίγουρα στο ηχόχρωμα των πλήκτρων. Η φωνή από την άλλη, εκφράζει οργή, χωρίς να παραμορφώνεται, κρυφοκοιτάζοντας ελαφρά προς hardcore/punk και παραπέμπει έντονα στους Mastodon και High On Fire.
Το video clip για το “The Left Path” φανερώνει ίσως την διάθεσή τους για σχέδια περί καριέρας. Ένα group που παίζει σε ένα μικρό μαγαζί και αγωνιά να κάνει τους θαμώνες, που αρχικά τους περιφρονούν, να κουνηθούν στις νότες τους, μέχρι που το καταφέρνουν και ισοπεδώνουν το χώρο. Έντιμο, σαρκαστικό και αν μη τι άλλο προσγειωμένο.
Μπορεί να θυμίσουν πολλά γνωστά πράγματα σε πολλούς, όμως εδώ και πολλά χρόνια δεν υπάρχει παρθενογένεση σε αυτή την τέχνη. Προσωπικά στοιχεία, όπως τα ηλεκτρονικά όργανα, προσθέτουν μια ομορφιά που δεν διαθέτουν οι άλλοι. Όπως και να έχει πάντως, ο τελευταίος δίσκος των Mose Giganticus δίνει αυτό που πρέπει. Άμεσα riff, έτοιμα να κάνουν τον ακροατή να πραγματοποιήσει όσα είδε στο video clip τους.
Κείμενο : Βασίλης Μπακογιάννης