Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Between The Buried And Me – The Parallax: Hypersleep Dialogues (Metal Blade Records)


Πριν δύο περίπου χρόνια, οι Between The Buried And Me κυκλοφόρησαν το “The Great Misdirect”, έναν δίσκο που άφησε αποσβολωμένο ένα πολύ μεγάλο μέρος του progressive ακροατηρίου. Η μέχρι τότε πορεία τους, κυρίως με τα “Alaska” και “Colors”, είχε δείξει έντονα προοδευτικές τάσεις, ολοένα αυξανόμενες, αλλά τίποτα δεν είχε προϊδεάσει για το τι είχαν να δώσουν με το τότε τελευταίο άλμπουμ. Ακόμη και πριν από αυτό η αξία τους είχε αναγνωριστεί από τους πρωτομάστορες Dream Theater, με τους οποίους περιόδευσαν ως support. Ως εκ τούτου ο πήχης ανέβηκε πολύ ψηλά όπως και οι προσδοκίες των οπαδών τους.

Ο πολυαναμενόμενος διάδοχός του έρχεται πλέον μέσω ενός EP 3 κομματιών, συνολικά 30 λεπτών, μία ομολογουμένως περίεργη κίνηση, κάνοντάς με να αναρωτηθώ πότε άκουσα ξανά EP μισής ώρας! Μάλλον ήταν το “March Into The Sea” των Pelican πριν 6 – 7 χρόνια. Πολλές άλλες μπάντες εκδίδουν full – length δουλειές που μπορεί να είναι έως και μικρότερες. Επιθυμία τους βέβαια, είναι να κυκλοφορήσουν άλλο ένα EP, ως δεύτερο μέρος μιας ολοκληρωμένης δισκογραφικής δουλειάς.

H πρώτη λοιπόν μουσική απόπειρα της μετά – “The Great Misdirect” εποχής έρχεται με το “The Parallax: Hypersleep Dialogues”, που αποτελεί και ντεμπούτο τους στην Metal Blade Records. Η δομή που ακολουθούν οι Αμερικανοί στη σύνθεση των νέων τραγουδιών τους δεν έχει υποστεί καμιά αλλαγή και ουσιαστικά παραμένει σε εκείνο το ιδιαίτερα τεχνικό, πολύπλοκο και άγριο – ουσιαστικά death – progressive που έχει χαρακτηρίσει τον ήχο τους.

Το εναρκτήριο “Specular Reflection” δίνει μια πρώτη γεύση από το τι σημαίνει το Hypersleep Dialogues. Η απόκοσμη αρχή με τα πλήκτρα δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να δώσει την σκυτάλη σε μια άνευ προηγουμένου μονόλεπτη εξαπόλυση νοτών μεταξύ death metal και mathcore (σε λίγες στιγμές), ενώ το – ξερό – drumming του Blake Richardson ακούγεται σαν μια αρμαθιά ξύλα που πέφτουν από τα χέρια του κουβαλητή τους. Από εκεί και πέρα η ιστορία δεν θέλει και πολύ σκέψη για να καταλάβει κανείς πώς μπορεί να εξελιχθεί το κομμάτι. Αλλάζουν το ένα riff μετά το άλλο, o Tommy Rogers τραγουδά διαφορετικά και εμπλουτίζει καταπληκτικά με τα πλήκτρα του ένα από τα μεγαλύτερα ρεφρέν που έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό. Πανηγύρισα εκεί. Από την άλλη μεριά, η κιθαριστική δουλειά του Paul Waggoner – κυρίως – και του Dustie Waring αφήνει μια γεύση από Dream Theater αναμειγμένη με ότι πιο άγριο έχετε ακούσει. Υπάρχουν επίσης σημεία στα οποία θυμίζουν έντονα τους άλλους μεγάλους του prog, Cynic με αυτήν την jazz στάση που μοιάζει σαν παραφωνία μέσα στα υπόλοιπα, αλλά πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου. Κάτι στο οποίο βοηθά και το μπάσο του Dan Briggs, ο οποίος φαίνεται να δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στην ακουστική προσέγγιση.

Η συνέχεια έρχεται ακόμα πιο καταιγιστική με το “Augment of Rebirth”, όπου οι BTBAM κάνουν μια εντυπωσιακή είσοδο με τα arpeggio του Waggoner και όλους τους άλλους σίγουρα να χτυπιούνται από πίσω μέσα σε αυτόν τον χαμό που αναπτύσσουν στο πρώτο λεπτό. Χωρίς αμφιβολία το πιο άγριο κομμάτι του EP, όμως η δομή είναι ίδιας νοοτροπίας με των υπολοίπων, κάτι που θα ευχαριστήσει τους οπαδούς της σκληρής σκηνής (βλ. death metal) που θέλουν τη μουσική τους ευφυή. Δεν λείπουν φυσικά οι ήπιες στιγμές που προσωπικά μου θύμισαν περιπλανώμενο θίασο τσίρκου (με την καλή έννοια), ειδικά με εκείνο το ακορντεόν που βγαίνει από τα πλήκτρα του Rogers σε μια “χοροπηδηχτή” μελωδία. Από τις πιο δυνατές και “άρρωστες” συνθέσεις του συγκροτήματος που πάει αρκετά πίσω στην ιστορία τους αλλά με μια νέα ωριμότητα.

Έχοντας περάσει ένα ολόκληρο εικοσάλεπτο, έρχεται το “Lunar Wilderness” να δώσει το δικό του στίγμα. Μια προσπάθεια που στα πρώτα 4 λεπτά ίσως να αποτελεί φόρο τιμής στους Cynic με πολλές μελωδίες και αλλαγές να μου θυμίζουν αρκετά το “Traced In Air” των τελευταίων, ενώ κάποια σόλο κρατούν την προσέγγιση του κιθαρίστα τους, Paul Masvidal. Ακόμη και η φωνή του Rogers, όταν τραγουδά καθαρά, που από μόνη της μοιάζει με του Masvidal, χωρίς τα ψυχεδελικά εφέ, δίνει έναν ακόμη τόνο από το progressive αυτής της σχολής. Βέβαια το όλο κλίμα στο συγκεκριμένο δεν έχει και μεγάλη διαφορά από τα προηγούμενα. Τα φωνητικά στην πλειοψηφία τους είναι πολύ brutal, οι ταχύτητες ανεβαίνουν και κατεβαίνουν στο άψε σβήσε σε ένα υβρίδιο που μοιράζεται γονίδια περισσότερο από το death metal, τους Cynic και λιγότερο από τους Dream Theater.

Αυτή τη φορά οι Αμερικανοί αποφάσισαν να γυρίσουν πιο πολύ στις ρίζες τους παρά να συνεχίσουν στον ρυθμό των “The Great Misdirect” και “Colors”. Χρησιμοποίησαν την νοοτροπία τους, αλλά ανέβασαν αρκετά τους τόνους, όπως έκαναν στο “Alaska”. Μπορεί να μην είναι ένας ολοκληρωμένος δίσκος, από άποψη διάρκειας, όμως η πληρότητα σε riff, μελωδίες και πολυπλοκότητα αποζημιώνει τον κάθε οπαδό του είδους. Οι μεγαλειώδεις στιγμές όμως δεν είναι τόσο εμφανείς όπως στον προκάτοχό του κι αυτό είναι το μόνο γεγονός για το οποίο το κατατάσσω ένα σκαλί κάτω από τα πολλά που έχουν ανέβει μαζί με το “The Great Misdirect”.

Κείμενο : Βασίλης Μπακογιάννης